σκάσιμο

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. άνοιγμα σε μήκος της επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο του τοίχου» β. «το σκάσιμο του εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο του δέρματος από το κρύο και τον αέρα»)
2. ρήξη, διάρρηξη της επιφάνειας στερεού σώματος που συνοδεύεται από δυνατό θόρυβο, έκρηξη («το σκάσιμο της βόμβας»)
3. μτφ. α) μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
β) λαθραία φυγή, δραπέτευση, απόδραση
γ) αδικαιολόγητη απουσία από μάθημα, εργασία ή άλλη ενασχόληση, κοπάνα, σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκασ- του αορ. έ-σκασ-α του σκάω / σκάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].