Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στεγνόω

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνόω Medium diacritics: στεγνόω Low diacritics: στεγνόω Capitals: ΣΤΕΓΝΟΩ
Transliteration A: stegnóō Transliteration B: stegnoō Transliteration C: stegnoo Beta Code: stegno/w

English (LSJ)

A close, πώματι τὸ ἀγγεῖον Gal.17(2).160, cf. 161:—Pass., Hero Spir. 1Praef., al.; of the pores, Gal.18(1).145.
2 make a building watertight, IG11(2).154 A 36, cf. 161 A114 (Delos, iii B.C.): —Pass., of embankments, χώματα ἐστεγνωμένα PSI4.315.25 (ii A.D.).
II make costive, Alex.Aphr.Pr.1 Praef. (Pass.); check discharge, μήτρα ἐστεγνωμένη Dsc.1.23; ὦτα πυορροοῦντα στεγνοῖ Id.2.81.
2 compress, πάπυρος στεγνουμένη Id.1.86; ἔριον μαλακὸν ἐστενωμένον (fort. ἐστεγνωμένον) Heliod. ap. Orib.46.19.2.

German (Pape)

[Seite 932] dicht machen, bes. den Leib verstopfen, adstringiren, Medic. – Auch löthen, kitten.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγνόω [στεγνός] alleen med.-pass. zich dichten, zich sluiten.

Greek (Liddell-Scott)

στεγνόω: (στεγνὸς) καλύπτω στεγνῶς, ἑρμητικῶς, κλείω καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. κάμνω τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., ἐμποδίζω, σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. συστεγνόω.

Greek Monolingual

στεγνῶ, στεγνόω, ΝΜΑ στεγνός
νεοελλ.
1. καθιστώ στεγνό κάτι, αφαιρώ την υγρασία του («στεγνώνω τα ρούχα στον ήλιο»)
2. (αμτβ.) αποβάλλω την υγρασία, γίνομαι στεγνός («στέγνωσε το πάτωμα»)
3. μτφ. αδυνατίζω («στέγνωσε από τη στενοχώρια του»)
4. φρ. α) «στέγνωσε το στόμα μου [ή το χείλι μου]» — ξεράθηκε το στόμα μου από τη δίψα
β) «στέγνωσαν τα μάτια μου [ή τα δάκρυά μου]» — έχω κλάψει πάρα πολύ, δεν μπορώ να κλάψω άλλο
μσν.-αρχ.
καλύπτω ερμητικά κάτι
αρχ.
1. καθιστώ υδατοστεγές κάτι, προστατεύω οικοδόμημα ή ανάχωμα από τη βροχή ή την υγρασία
2. σταματώ την αιμορραγία ή άλλες εκκρίσεις
3. (το παθ.) στεγνοῦμαι, στεγνόομαι
γίνομαι δυσκοίλιος
4. συμπιέζομαι («πάπυρος στεγνουμένη»).