φανάρι

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source

Greek Monolingual

το / φανάριον, ΝΜ
νεοελλ.
1. υαλόφρακτο σκεύος μέσα στο οποίο τοποθετείται για προφύλαξη η φωτεινή πηγή, φανός
2. (ειδικά) μέσο φωτισμού τών δρόμων
3. (κν. ονομ.) καθένας από τους φανούς του αυτοκινήτου («μού 'σπασε το αριστερό φανάρι»)
3. μικρός και φορητός ηλεκτρικός φανός, φακός
4. ναυτ. α) φανός στην ξηρά ή πάνω σε ύφαλο που χρησιμεύει για καθοδήγηση τών ναυτιλλομένων, μικρός φάρος
β) είδος καρυόκομβου
5. ο σηματοδότης για τη ρύθμιση της οδικής κυκλοφορίας
6. (παλαιότερα) κρεμαστό σκεύος από λεπτό συρματόπλεγμα κατάλληλο για τη φύλαξη και διατήρηση τών τροφίμων
7. ως κύριο όν. Φανάρι
συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως στη νότια παραλία του Κερατίου, η οποία πήρε την ονομασία της από τον φάρο που υπήρχε στην αποβάθρα του λιμανιού της και η οποία μετά την Άλωση παραχωρήθηκε στους Έλληνες, όπου το 1603 εγκαταστάθηκε και το Πατριαρχείο, γεγονός που οδήγησε στην ανάδειξή της σε θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της Ορθοδοξίας και του ελληνισμού
8. φρ. α) «φανάρι της κόφας»
ναυτ. ο επιθωράκιος φανός τών πλοίων
β) «το φανάρι του Διογένη»
(στην Αθήνα) το αρχαίο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους
γ) «έγινε φανάρι»
μτφ. αδυνάτησε υπερβολικά
δ) «κρατάει το φανάρι»
μτφ. βοηθάει έμμεσα ή παρευρίσκεται στις ερωτικές δραστηριότητες κάποιου άλλου
ε) «ψάχνω με το φανάρι»
μτφ. ερευνώ επισταμένα
στ) «είναι φως φανάρι» — είναι ολοφάνερο
μσν.
(με υποκορ. σημ.) μικρός φανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον) (πρβλ. παιδάριον)].