φορμαλισμός
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Greek Monolingual
ο, Ν
1. (φιλοσ.) μεταφυσικό φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο υπερεκτιμάται η μορφή εις βάρος του περιεχομένου και επιχειρείται η κατανόηση και, σε ακραία περίπτωση, η παραγωγή της αντικειμενικής πραγματικότητας μέσω τών τύπων της λογικής ή τών νόμων της σκέψης, αλλ. τυποκρατία
2. (στις θετ. επιστήμες) αντίληψη σύμφωνα με την οποία η πρόοδος αυτών τών επιστημών στηρίζεται περισσότερο στην ανάπτυξη του συστήματος μαθηματικής διατύπωσης τών νόμων τους και λιγότερο στη διερεύνηση τών δεδομένων τών αισθήσεων
3. (καλ. τεχν.) αντίληψη και τεχνοτροπία που δίνει προτεραιότητα στην καλλιτεχνική μορφή και στην αισθητική αντίδραση την οποία προκαλεί, μέσω αυτής, το έργο τέχνης και σχεδόν αγνοεί το περιεχόμενό του και τη διασύνδεσή του με τη ζωή
4. (ηθ.) αντίληψη και πρακτική σύμφωνα με την οποία το άτομο επιβάλλει στον εαυτό του μια συμπεριφορά της οποίας η αξία πηγάζει όχι από το περιεχόμενο του ηθικού νόμου, αλλά από τον τρόπο της διατύπωσής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formalism < formal (< λατ. formalis < forma «μορφή») + κατάλ. -ism].