ἀκροθιγής

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροθῐγής Medium diacritics: ἀκροθιγής Low diacritics: ακροθιγής Capitals: ΑΚΡΟΘΙΓΗΣ
Transliteration A: akrothigḗs Transliteration B: akrothigēs Transliteration C: akrothigis Beta Code: a)kroqigh/s

English (LSJ)

ἀκροθιγές, touching on surface, touching the lips, φίλημα AP 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.

Spanish (DGE)

(ἀκροθῐγής) -ές
1 que toca superficialmente, ligero, leve φίλημα AP 12.68 (Mel.)
fig. superficial ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.
2 adv. -ῶς ligeramente ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2
fig. superficialmente ἀ. πῶς εἴρηται Marin.Procl.26.57, Men.Rh.417.

German (Pape)

[Seite 83] ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui touche la surface, qui effleure.
Étymologie: ἄκρος, θιγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροθῐγής: слегка прикасающийся, легкий (φίλημα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροθῐγής: -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ φίλημα, Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, ὥστε μόλις νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροθιγής)
1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος
2. επίρρ. ακροθιγώς
α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια
νεοελλ.
αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -θιγής < ἔθιγον, θιγγάνω.

Greek Monotonic

ἀκροθῐγής: -ές (θιγγάνω), αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

θιγγάνω
touching on the surface, touching the lips, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀγγίζει τήν ἐπιφάνεια). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + θίγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θιγγάνω.