ἀκύλιστος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἀκύλιστον,
A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16.
II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
inamovible κραδίη Timo SHell.790, de Protágoras, Timo SHell.779.
German (Pape)
nicht fortzuwälzen, fest, κραδίη Timon. bei Athen. IV.162f; οὐκ ἀκύλιστος, gewandt, Id. bei Sext.Emp. adv. Math. 8.
Russian (Dvoretsky)
ἀκύλιστος: (ῠ) досл. с трудом катящийся, перен. неповоротливый: οὐκ ἀ. Sext. бойкий.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύλιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ τῇδε κἀκεῖσαι: μεταφ. κραδίη ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ ἄνευ εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.
Greek Monolingual
και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α ἀκύλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά
νεοελλ.
αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου
αρχ.
φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κυλιστός < ἐκύλισα, κυλίω.