ἀνωμαλότης
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
-ητος, ἡ, = ἀνωμαλία, Pl.Ti.57e, 58c, Placit.2.30.2.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 del mov. irregularidad Pl.Ti.57e, 58c.
2 desigualdad συγκρίματος Placit.2.30.2 (= Anaxag.A 77).
German (Pape)
[Seite 268] ητος, ἡ, Ungleichheit, Plat. Tim. 57 e ff; Plut.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
c. ἀνωμαλία.
Étymologie: ἀνώμαλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωμᾰλότης: ητος ἡ Plat., Plut. = ἀνωμαλία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωμᾰλότης: -ητος, ἡ, = ἀνωμαλία, Πλάτ. Τίμ. 57Ε, 58C, καὶ ἀλλαχοῦ.
Greek Monolingual
ἀνωμαλότης, η (Α)
ανωμαλία.