wretched
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English > Greek (Woodhouse)
adjective
unhappy: ἄθλιος, οἰκτρός, ταλαίπωρος, δυστυχής, δυσδαίμων, ἀτυχής (rare V.), Ar. and V. δύσποτμος, δύσμορος (also Antiphon but rare), τάλας, τλήμων, σχέτλιος, δύστηνος, δείλαιος (rare P.), πανάθλιος. V. δάϊος, μέλεος, δυστάλας, παντάλας, παντλήμων, ἄμοιρος (also Plato but rare P.), ἄμμορος, ἄνολβος, Ar. κακοδαίμων.
dejected: P. and V. ἄθυμος (Xen.); see dejected.
lamentable, distressing: P. and V. βαρύς, λυπηρός, ἀνιαρός, κακός, ἄθλιος, V. δύσφορος (also Xen. but rare P.), δύσοιστος, λυπρός, πολύστονος, πανδάκρυτος. εὐδάκρυτος, πάγκλαυτος, δυσθρήνητος; see also troublesome.
wretched that I am: Ar. οἴμοι κακοδαίμων, οἴμοι δείλαιος.
poor, mean: P. and V. φαῦλος, κακός, Ar. and P. μοχθηρός, πονηρός, V. δείλαιος.