μείλιχος

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον, Aeol. μέλλιχος Hdn.Gr.2.302, cj. in Sapph. 100:—

   A gentle, kind:    I in Il. always of persons, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι 17.671; μ. αἰεί 19.300, al.; epith. of Λητώ, Ὕπνος, Hes.Th. 406, 763: c. gen., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων soother of . ., AP6.242 (Crin.): Sup. μειλιχώτατος IG7.115.1 (Megara): in late Prose, Jul.Or.2.86a, al.    II of things, once in Od., οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον 15.374; μ. δῶρα h.Hom.10.2; ἔπεα Hes.Th.84; οἶνος Xenoph. 1.6; αἰών, ὀργά, Pi.P.8.97, 9.43; τὸ μ. gentleness, Thgn.365; τὰ μείλιχα joys, Pi.O.1.30; μείλιχα μυθεῖσθαι Opp.C.3.219. Adv. -χως, μυθεύμενος Semon.7.18: neut. as Adv., μείλιχον ἀντιάαν A.R.1.971.

Greek (Liddell-Scott)

μείλῐχος: -ον, πρᾶος, ἤπιος, ἀγαθός, ὡς τὸ μειλίχιος, Ὅμ.: Ι. ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι Ρ. 671· μ. αἰεὶ Τ. 300, κτλ.· ἐπίθετ. τῆς Λητοῦς, τοῦ Ὕπνου Ἡσ. Θ. 406, 763· μετὰ γεν., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων, ἡ πραΰνουσα, μαλάσσουσα τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὑπερθετ. μειλιχώτατος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 462. 1. ΙΙ. ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πραγμάτων, οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ’ ἔπος οὔτε τι ἔργον Ο. 374· οὕτω, μ. δῶρα Ὁμ. Ὑμν. 8. 2· ἔπεα Ἡσ. Θ. 84· μείλιχος αἰών, ὀργὰ Πινδ. Π. 8. 139., 9. 76· τὸ μείλιχον, ἡ πρᾳότος, Θέογν. 365· τὰ μείλιχα, αἱ χαραί, Πινδ. Ο. 1. 49· μείλιχα μυθεῖσθαι Ὀππ. Κυν. 3. 219, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
doux, agréable, aimable : τινι, envers qqn.
Étymologie: μέλι.

English (Slater)

μείλιχος, -ον
   1 gentle Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) “ἔ- τραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43) λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (P. 8.97)

Greek Monolingual

μείλιχος και αιολ. τ. μέλλιχος, -ον (Α)
1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ.
β. «ἔκ δ' ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.)
2. επίθετο της Λητούς, του Ύπνου και της Αρτέμιδος («ὠδίνων μειλίχῳ Ἀρτέμιδι», Κριναγ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μείλιχον
πραότητα, ηπιότητα, ευγένεια, γλυκύτητα
4. (το ουδ. ως επίρρ.) μείλιχον
με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μείλιχα
οι χαρές («χάρις ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῑς», Πίνδ.).
επίρρ...
μειλίχως (Α)
με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι οι τύποι μείλια και μείλι-χος ανάγονται σε θ. μελν-, οπότε οι τύποι με -ει- είναι προϊόντα αντέκτασης, ενώ ο αιολ. τ. μέλλιχος (πρβλ. μελλιχόφωνος) είναι προϊόν αφομοίωσης. Το επίθ. μείλιχος εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. νηπία-χος, όσσι-χος). Η σύνδεση τών τύπων με το λατ. mel, mellis «μέλι» είναι δυνατή αν η γεν. mellis ανάγεται σε ρίζα meln- (πρβλ. λιθουαν. malone «ευμένεια, εύνοια», meile «αγάπη», αρχ. σλαβ. milu «συμβιβάσιμος»), ενώ η ανεπιφύλακτη σύνδεση τών τύπων με τη λ. μέλι οφείλεται σε παρετυμολογία.
ΠΑΡ. μειλίχιος
αρχ.
μειλίσσω, μειλίχη, μειλίχια, μειλιχώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μειλιχόβουλος, μειλιχόγηρυς, μειλιχόδωρος, μειλιχόμητις, μειλιχόμυθος, μειλιχόφωνος
αρχ.-μσν.
μειλιχόθυμος, μειλιχομειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. αμείλιχος, γλυκυμείλιχος, ευμείλιχος, παμμείλιχος, παναμείλιχος.