ερύκω
Greek Monolingual
ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α)
1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή
3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο
4. συγκρατώ, περιστέλλω, καταστέλλω («σὸν θυμὸν ἐρυκακέειν», Ομ. Οδ.)
5. εμποδίζω, κωλύω («μὴ δὲ μ’ ἔρυκε μάχης» — μη μέ εμποδίζεις από του να μάχομαι)
6. κρατώ κάποιον για να τον φιλοξενήσω
7. κρατώ κάποιον με τη βία, τον εμποδίζω να φύγει («τὸν δ’ οἷον νύμφη πότνι’ ἔρυκε Καλυψώ», Ομ. Οδ.)
8. απομακρύνω, αποκρούω («λιμὸν ἐρύκοι», Πίνδ.)
9. χωρίζω («ὀλίγος δ’ ἔτι χῶρος ἐρύκει», Ομ. Ιλ.)
10. παθ. ἐρύκομαι
α) μένω πίσω, δεν προχωρώ, βραδύνω, χρονοτριβώ
β) φυλάσσομαι, φρουρούμαι, είμαι ασφαλής («ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται» — αυτός ο χώρος είναι ανοιχτός σε όλους, Σοφ.)
11. φρ. (για νεκρό) «γῆ ἐρύκει» — η γη περιορίζει, κατέχει, κρατά γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. ερυ- < έρυμαι (βλ. λ. ερύω (II)) με παρέκταση -u- (πρβλ. διώκω). Κατ’ άλλη άποψη το θ. ανάγεται στο ερύω (βλ. λ. ερύω (I)) με την ίδια παρέκταση.
ΠΑΡ. αρχ. ερυκτήρες.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανταπερύκω, απερύκω, διερύκω, εξερύκω, κατερύκω).