κομμάτι
Greek Monolingual
το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν])
τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια»)
νεοελλ.
1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις»)
2. μουσική σύνθεση («παίζει στο πιάνο και τραγουδάει το ίδιο κομμάτι κάθε απόγευμα»)
3. ωραία και προκλητική γυναίκα, κόμματος
4. στον πληθ. κομμάτια συντρίμμια, θραύσματα («έπεσε το βάζο και έγινε κομμάτια»)
5. φρ. α) «με το κομμάτι» — πώληση ή αμοιβή με βάση την τιμή ή την αξία ενός και μόνο προϊόντος ή καθορισμένου αριθμού προϊόντων και όχι με βάση το βάρος, τον χρόνο ή άλλο συντελεστή (α. «πουλάει καρπούζια με το κομμάτι» β. «δουλεύω με το κομμάτι»)
γ) «κάνω το κομμάτι μου» — κάνω φιγούρα, κάνω επίδειξη
δ) «άι στα κομμάτια» ή «πήγαινε στα κομμάτια» — φύγε από δω, χάσου από μπροστά μου
ε) «κομμάτια να γίνει» — έστω, δεν πειράζει
στ) «πόσα κομμάτια θα γίνω;» λέγεται ως απάντηση σ' αυτόν που απαιτεί πολλές συγχρόνως εργασίες
ζ) «έγινε κομμάτια» — έδειξε φοβερή προθυμία να εξυπηρετήσει
6. παροιμ. «τρύπιο το σακί και πέφτουν τα κομμάτια» — για τους άσωτους που δεν λαμβάνουν υπ' όψιν τις ζημιές που προκαλούν στον εαυτό τους
μσν.
1. τιμάριο
2. (για πυροβολικό) μοίρα, μονάδα
3. φρ. «ἄγωμε στὰ κομμάτια» — φύγε, ξεκουμπίσου
αρχ.
1. μετρική φράση
2. σύντομη πρόταση («ἔλαττον κώλου κομμάτιον», Δίον. Αλ.)
3. ολιγόστιχο τραγούδι που αποτελούσε το πρώτο από τα επτά μέρη της κωμικής παράβασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος «τεμάχιο» + κατάλ. -ιον].