μύωψ

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὤψ)

   A closing or contracting the eyes, as shortsighted people do, and so, shortsighted, Arist.Rh.1413a4, Pr.959a3, b38, Alex.Aphr.Pr.1.74.    II as Subst. μύωψ [ῠ, but ῡ Nic.Th.417, 736], ωπος, ὁ, horse-fly, gadfly, Tabanus, ὀξυστόμῳ μύωπι A.Pr.675; βοηλάτην μ. Id.Supp.307, cf. Pl.Ap.30e, Arist.HA528b31, 552a29, al.    2 goad, spur, X.Eq.8.5; ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν to walk in spurs, Thphr.Char.21.8; προσθεῖναι τοὺς μ. Plb.11.18.4, cf. AP5.202 (Asclep.); ox-goad, βουσόος μ. Cerc.8.2, cf. Call.Fr.46, A.R.3.277.    3 metaph., stimulant, incentive, Luc.Cal.14, Am.2; τινος to a thing, ῥόμβον θιάσοιο μ. AP6.165 (Phal.); τὸν μύωπα ἐμβαλεῖν τινι Ach.Tat.7.4.    4 a plant growing in the Achelous, Ps.-Plu. Fluv.22.5.    5 the little finger, Sch.Opp.H.3.254.

German (Pape)

[Seite 225] ωπος, ὁ, 1) Pferde- u. Ochsenbremse; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, Aesch. Prom. 678; βοηλάτης, Suppl. 303; Arist. H. A. 1, 5 u. A. – 2) Stachel, Sporn, ἵππῳ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, Plat. Apol. 30 e; Xen. de re equ. 8, 5; Sp., κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος, Qu. Maec. 6 (VI, 233); Luc. Tox. 55; – übh. Antrieb, Anreiz, Luc. amor. 2; vgl. Iac. Ach. Tat. p. 884. – 3) als adj., die Augen schließend, blinzend, gew. kurzsichtig, der nur in der Nähe deutlich sehen kann u., um Entfernteres zu sehen, die Augen etwas schließen muß, also von μύω, Arist. probl. 31, 16. 25 u. Folgde, bes. Medic. – [Nic. braucht υ in der ersten Bdtg auch lang, Th. 417. 736.]

Greek (Liddell-Scott)

μύωψ: -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα ὅπως ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ μακράν, «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. μυωπός. ΙΙ. οὐσ., μύωψ, ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) κέντρον, πτερνιστήρ, Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· βούκεντρον, Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς δάκτυλος, παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) φυτόν τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.]

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
taon, mouche qui pique les chevaux et les bœufs, insecte ; p. anal. éperon ou aiguillon.
Étymologie: μύω, ὤψ.

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ μύωψ)
βλ. μύωπας.———————— (II)
μύωψ, ὁ (ΑΜ)
είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.)
αρχ.
1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο ο ιππέας κεντά το άλογο για να τρέξει («προσθέντα τοὺς μύωπας βίᾳ τὸν ἵππον ἐπάγειν καὶ διαπερᾱν», Πολύβ.)
2. βουκέντραβουσόος μύωψ», Κερκ.)
3. ο μικρός δάκτυλος
4. φυτό το οποίο φυτρώνει κοντά στον ποταμό Αχελώο
5. μτφ. παρορμητικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, ο τ. μύωψ < μυίωψ (< μυῖα + -ωψ, -ωπος < ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι») «αυτός που έχει όψη μύγας, που μοιάζει με μύγα». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με μῦ, μύζω, λαμβάνοντας τη σημ. «έντομο που βομβίζει». Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η υπόθεση ότι η λ. δεν αποτελεί παρά παλαιότερη, μη μαρτυρημένη σημ. του μύωψ (Ι), που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει ένα είδος εντόμου που κλείνει τα μάτια, που δεν βλέπει καλά και μετά καθιερώθηκε ως ονομασία του εντόμου αυτού (για το επίθημα -ωψ του μύωψ, πρβλ. κών-ωψ)].

Greek Monotonic

μύωψ: -ωπος, ὁ, ἡ (μύω, ὤψ),·
I. αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν μυωπία, μύωπας, σε Αριστ.
II. 1. ως ουσ., μύωψ, -ωπος, , αλογόμυγα ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. βουκέντρα, σπηρούνι, σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., κίνητρο, διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.