κάπρος

Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

[ᾰ by nature], ὁ,

   A boar, esp. wild boar, Il.17.725, Pl.La. 196e, etc.; also σῦς κ. Il.5.783, 17.21, cf. Ar.Lys.202 (ubi v. Sch.); ἧπαρ κάπρου Id.Fr.318.5: in fem. sense, sow, ὀχευομένους τοὺς κάπρους Anaxandr.47.    II a sea-fish, Capros aper, Philem.79.21, Arist.HA505a13; a species found in the Achelous, ib.535b18. (Cogn. with Lat. caper, ONorse hafr 'he-goat', but not with Lat. aper.)

German (Pape)

[Seite 1324] ὁ, der Eber; συῶν ἐπιβήτωρ Od. 11, 130; bes. der wilde, Il. 17, 725; Hes. Sc. 386; auch σῦς κάπρος verbunden, Il. 5, 783. 7, 257. 17, 21, das wilde Schwein; Tragg. u. in Prosa. – Bei Ar. Lys. 202, προσλαβοῦ μοι τοῦ κάπρου, wo eigtl. an ein Opfer zu denken, findet der Schol. eine Anspielung auf das αἰδοῖον, wofür das Wort auch nach Suid. steht. – Ein Seefisch, der einen grunzenden Ton von sich gab, Philem. bei Ath. VII, 288 f, vgl. ibd. 305 d ff. u. Arist. H. A. 4, 9, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κάπρος: ᾰ φύσει, ὁ, ὁ χοῖρος, ἰδίως δὲ ὁ ἀγριόχοιρος, Ἰλ. Ρ. 725, κτλ.· ὡσαύτως, σῦς κάπρος, προστιθεμένου τοῦ ὀνόματος τοῦ εἴδους εἰς τὸ τοῦ γένους (πρβλ. κάπριος), Ε. 783, Ρ. 21· ─ ἐχρησίμευεν ὡς θῦμα ἐν ταῖς θυσίαις, Τ. 197, Ἀριστοφ. Λυσ. 202 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.) ἧπαρ κάπρου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 302. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος ἐκ τῶν σκληροδέρμων, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8· περὶ τῶν ἐν Ἀχελώῳ κάπρων λέγει ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι ἐκπέμπουσι τριγμόν τινα ὡς γρυλισμὸν χοίρου, αὐτόθι 4. 9, 5· ὁ ἰχθῦς οὗτος ἦτο περιζήτητος ὑπὸ τῶν τρυφεροβίων καὶ λίχνων, ἐς Ἀμβρακίαν ἐλθὼν... τὸν κάπρον γ’ ἄν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε, κἄν ἰσόχρυσος ἔῃ Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε· ὡσαύτως καπρίσκος, ὁ, Κρώβυλος ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 2, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355F. ─ Καθ’ Ἡσύχ.: «κάπρος. ὗς ἄγριος, ἢ τὸν φάγρον ἰχθύν». (Πρβλ. Λατ. caper, capra, Ἀρχ. Σκανδιν. hafr, Ἁγγλο-Σαξον. koefer (τράγος)· ─ ἀλλ’ ἡ ἔλλειψις τοῦ ἐν ἀρχῇ h καθιστᾷ δύσκολον τὴν συσχέτισιν πρὸς τὸ aper, Ἀγγλο-Σαξον. eofor, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. ebar).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sanglier, animal.
Étymologie: cf. lat. aper.
Syn. μονίας, μονιός, σῦς, ὗς².

English (Autenrieth)

wild boar, boar, Il. 19.197.

English (Slater)

κάπρος
   1 boar κάπρους τ' ἔναιρε (N. 3.47) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238.

Spanish

jabalí

Greek Monolingual

ὁ (AM κάπρος)
ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος»)
αρχ.
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE kapro- «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος, κριάρι». Η διαφορά της σημ. της λ. κάπρος οφείλεται στο ότι στην ελλ. πλάστηκε η λ. τράγος (που συνδέεται με το ρ. τρώγω) που δήλωσε το αντίστοιχο ζώο κι έτσι ο τ. κάπρος δήλωσε το αγριογούρουνο και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε και ως επίθ. (σῦς κάπρος).
ΠΑΡ. κάπραινα
αρχ.
κάπρειος, καπρία, καπρίδιον, καπρίζω, κάπριος, καπρίσκος, καπριώ, καπρώ, καπρώζομαι, καπρών
νεοελλ.
καπρί.
ΣΥΝΘ. αρχ. καπροφάγος, καπροφόνος.

Greek Monotonic

κάπρος: (φύσει ), ὁ, γουρούνι, αγριογούρουνο, Λατ. aper, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σῦς κάπριος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κάπρος:1) (или σῦς κ.) кабан, вепрь (преимущ. дикий) Hom., Hes. etc.;
2) «кабан» (вид речной рыбы) Arst.