μάλιστα

Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

German (Pape)

[Seite 90] s. μάλα.

Greek (Liddell-Scott)

μάλιστα: ἐπίρρ., ὑπερθετ. τοῦ μάλα, ἴδε μάλα ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

v. μάλα.

English (Autenrieth)

see μάλα.

English (Strong)

neuter plural of the superlative of an apparently primary adverb mala (very); (adverbially) most (in the greatest degree) or particularly: chiefly, most of all, (e-)specially.

English (Thayer)

(superlative of the adverb μάλα) (from Homer down), adverb, especially, chiefly, most of all, above all: μάλιστα γνώστης, especially expert, thoroughly well-informed, Acts 26:3.

Greek Monolingual

(AM μάλιστα)
(βεβαιωτικό μόριο)
1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», Αριστοφ.)
2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «είναι πολύ καλός και μάλιστα πολύ επιμελής» β. «ἀεὶ μέν, μάλιστα δὲ νῡν εὔκαιρον εἰπεῑν» Ιωάνν. Χρυσ.)
3. (ενάρθρως) τα μάλιστα
σε υπέρτατο βαθμό
νεοελλ.
φρ. «τώρα μάλιστα» — έκφραση αποδοκιμασίας, διαπίστωση ότι μια κατάσταση χειροτερεύει
αρχ.
1. (με αριθμητικό) περίπου, σχεδόν («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους μάλιστα τετταράκοντα», Θουκ.)
2. αντί του συγκριτικοῡ μᾱλλονμάλισταἐμοί», Απολλ. Ρόδ.)
3. φρ. α) «τί μάλιστα;» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ μάλιστα» — ώς επί το πλείστον
γ) «ἐν τοῑς μάλιστα» — μεταξύ τών πρώτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μάλα.

Greek Monotonic

μάλιστα: επίρρ., υπερθ. του μάλα· βλ. μάλα II.

Russian (Dvoretsky)

μάλιστα: (μᾰ) adv. [superl. к μάλα
1) в высшей степени, крайне, весьма, совсем, вполне: ἄγχι μ. Hom. совсем рядом, вплотную; μ. φίλτατόν ἐστιν Hom. в высшей степени приятно; λογιμώτατος μακρῷ μ. Her. безусловно самый знаменитый; (ἐς) τὰ μ. Her., ἐς μ. Luc., ὁμοῖα τῷ (или τοῖς) μ. Her., τοῖς μ. ὁμοίως Dem. в высшей степени, чрезвычайно; ὅσον δύναται μ. Her. насколько возможно; ὡς μ. δύναμαι Plat. насколько это в моей власти; μ. (γε) Soph., καὶ μ. Arph., μ. πάντων или πάντων μ. Plat. несомненно, безусловно, конечно;
2) наиболее, больше всего (всех), преимущественно, в особенности: ἄνδρεσσι πᾶσι, μ. δ᾽ ἐμοί Hom. (это пристало) всем, но больше всего мне; μ. πάντων ἀνθρώπων Her. больше, чем кто бы то ни было;
3) прежде всего (Ἀτρεῖδαι μὲν μ., ἔπειτα δὲ ὁ Λαρτίου παῖς Soph.): ἐν τοῖς μ. Περσῶν Plut. как никто больше из персов;
4) точно говоря, именно: τί μ.; Plat. что же именно? или каким же это образом?; πηνίκα μ. ἐστιν; Plat. который это час?;
5) приблизительно, около, почти (πεντήκοντα μ. Thuc.): ἐπ᾽ ἔτει ἑκατοστῷ μ. Thuc. по истечении приблизительно столетия;
6) особенно, тем более: μ. γνώστην ὄντα σε πάντων τῶν ἐθῶν NT тем более, что ты знаком со всеми обычаями.

Middle Liddell

[Sup. of μάλα, v. μάλα III.]