θέρμη

Revision as of 21:23, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

also θέρμᾰ (q.v.), ἡ,    A heat, Hp.VM19, LXXSi.38.28, Act.Ap.28.3; τῆς θ. when it is hot, Olymp.in Mete.98.20; feverish heat, Pherecr.158, Pl.Tht.178c (θερμά codd.), Arist.Pr.862a18: Pl., Hp. Epid.7.51, Th.2.49, Arr.An.2.4.8.    II θέρμαι, αἱ, hot springs, IG14.455 (Catana), cf. 1055: name of a town in Sicily, Plb.1.24.4.    2 hot baths, POxy.473.5 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, Wärme, Hitze, Thuc. 2, 49; im plur. von Fieberhitze, ὁ π υρετός Tim. lex., vgl. Luc. D. Mar. 11; Arr. An. 2, 4 u. A. Die neuen Attiker schrieben θέρμα, Lob. zu Phryn. 331; αἱ θέρμαι, warme Bäder, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμη: ἡ, (θερμὸς) θερμότης, ζέστη, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· πυρετώδης ζέστη, πυρετός, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 90, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Θεαιτ. 178C, Ἀριστ. Προβλ. 1. 23, κτλ.· ὡσαύτως, ἱδρὼς, Ἀρρ. Ἀν. 2. 27· πρβλ. θέρμα. ΙΙ. θέρμαι, αἱ, θερμαὶ πηγαί, Λατ. thermae, Συλλ. Ἐπιγρ. 5694, 5809· ― ὄνομα πόλεώς τινος ἐν Σικελίᾳ, Πολύβ. 1. 24, 4.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chaleur, chaleur de fièvre.
Étymologie: θερμός.

English (Strong)

from the base of θέρος; warmth: heat.

English (Thayer)

(and Θερμα; cf. Lob. ad Phryn., p. 331 (Rutherford, New Phryn., p. 414)), θέρμης, ἡ, heat: Thucydides, Plato, Menander, others.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ θέρμη, Α και θέρμα)
1. θερμότητα, ζέστη
2. υπερβολική θερμότητα του σώματος, υψηλός πυρετός
3. στον πληθ. οι θέρμες
θερμά λουτρά
νεοελλ.
1. οξεία προσβολή ελώδους πυρετού, ελονοσία («τον τόπο μας τον ταράζουν οι θέρμες»)
2. ζωηρότητα, ζήλος, ζέση
(«υποστηρίζει με θέρμη τη γνώμη του»)
αρχ.
πληθ. αἱ θέρμαι
α) συγκρότημα αιθουσών που προορίζονταν για δημόσια λουτρά, ανάπαυση και κοινωνική δραστηριότητα
β) ονομασία πόλης στη Σικελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμή, θηλ. του επιθ. θερμός, με αναβιβασμό τόνου. Η λ. θέρμη εμφανίζεται ως β' συνθ. με τη μορφή -θερμος.
ΠΑΡ. αρχ. θερμίζω, θέρμω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. θερμοβότανο, θερμολογώ, θερμολοίμη. (Β' συνθετικό) άθερμος, ένθερμος].

Greek Monotonic

θέρμη: ἡ (θερμός), θερμότητα, ζέστη, η ζέστη του πυρετού, σε Θουκ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θέρμη:
1) жара, теплота Arst., Luc., NT;
2) мед. жар, высокая температура Thuc., Plat.

Middle Liddell

θέρμη, ἡ, θερμός
heat, feverish heat, Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:qšrmh 帖而姆
詞類次數:名詞(1)
原文字根:溫暖的
字義溯源:溫暖,熱心,熱;源自(θέρος)=熱,夏);而 (θέρος)出自(θέρος)X*=加熱)
同源字:1) (θερμαίνω)加熱 2) (θέρμη)溫暖 3) (θέρος)熱
同義字:1) (θέρμη)溫暖 2) (καῦμα)燒傷 3) (καύσων)強烈閃光
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 熱(1) 徒28:3

English (Woodhouse)

fever-heat