χνόος

Revision as of 10:44, 10 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")

English (LSJ)

(ἡ E.Fr.1106), Att.contr. χνοῦς, gen. χνοῦ: heterocl. gen. A χνοός Choerob. in Theod.1.234H.; dat. χνοΐ Thphr.CP6.10.7, Gal.13.850:—ἁλὸς χ.incrustation from salt water, ἔκ κεφαλῆς ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον, Od.6.226; wool pulled for stuffing cushions, flock, f.l. for μνοῦς in Hp.Mul.1.61; used in applying a powder, Gal. l.c.; chaff, LXXPs.1.4: powder, prov., [ὄνος] εἰς ἄχυρα καὶ χνοῦν Ar.Fr.76; dust of the earth, LXX 2 Ki.22.43, 2 Ch.1.9; ὡς δοκεῖν τοῦ καλουμένου χνοῦ μεστοὺς εἶναι (sc. τοὺς ὀφθαλμούς) Gal.16.552. II fine down on a flower or in the seed-vessel, Thphr.HP2.8.4, D.S.2.59:bloom on fruit, ἐν Καρίᾳ φασὶν ἄπιόν τιν' ἔχειν χνοῦν ἁλμώδη Thphr.CP6.10.7; μάλων χνοῦς ἐπικαρπίδιος AP9.226 (Zon.); the first down on the chin or cheeks, χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ar.Nu.978 (anap.); κοῦρος ἔτ' ἀρτιγένειον ἔχων χνόον AP9.219 (Diod.); θηλείαις οὐδ' ὅσσον ἐπὶ χνόος ἦλθε παρειαῖς Call.Ap.37; ἐντίκτει τι χνοῦ ἀνάπλεων Arist.HA605b15: pl., D.H.Dem.51. 2 metaph., bloom or film of archaism in writing, ὅ τε πίνος αὐτῇ (i.e. in Plato's style) [καὶ χ.] ὁ τῆς ἀρχαιότητος . . ἐπιτρέχει interpol. in D.H.Dem.5; ἐπανθεῖ τις . . χνοῦς ἀρχαιοπινής ib.38, cf. Plu.2.79d; οἱονεὶ τῆς γονίμου φύσεως χ., of χλόη, Porph.Abst.2.5. (Cf. χνιαρωτέρα, χνίει.)

German (Pape)

[Seite 1361] ὁ, att. zsgzgn χνοῦς, gen. χνοῦ, dat. χνοΐ ist zw., s. Lob. Phryn. 454, – das, was bloß auf der Oberfläche sitzt und abgeschabt, abgekratzt werden kann (χνάω, κνάω); dah. jeder zarte, leichte Anflug auf der Oberfläche, ἁλος χνόος, der Schaum oder Schmutz des Meeres, der auf der Haut sitzen bleibt u. abgerieben wird, Od. 6, 221, wie sonst ἁλὸς ἄχνη. – Bes. der seine Flaum an einigen Früchten, wie Pfirsich u. Quitte, Theocr.; μήλων χνοῦν ἐπικαρπίδιον Zonas 6 (IX, 226); u. der erste Flaum an Kinn und Backen, lanugo, das Zeichen beginnender ἐπήνθει τοῖς αἰδοίοις ὥςπερ μήλοισιν Ar. Nubb. 965. – Auch jedes andre seine Haar, abgekratzte, gezupfte Wolle, zum Stopfen der Kissen u. Matratzen, Theodorid. 6 (VI, 156). – Auch wie χνόη, das Knarren der Wagenräder, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χνόος: ὁ, Ἀττ. συνηρ. χνοῦς, γεν. χνοῦ· τὴν δοτ, χνοΐ παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 10, 7, μεταβάλλει ὁ Schneid. ἐις χροΐ· (ἡ χνοῦς, «χνοῦν: τὸ λεπτὸν τοῦ ἀχύρου, Ἀριστοφάνης. Εὐριπίδης δὲ θηλυκῶς τὴν χνοῦν» Γραμματικὸς ἐν τοῖς Ἀνεκδότοις Bachm. 1. 418)· πᾶσα ἐλαφρὰ καὶ πορώδης οὐσία, ἁλὸς χνόος, ὁ ἀφρός, ὅστις συνάγεται κατὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης (πρβλ. ἁλοσάχνη), Ὀδ. Ζ. 226· πωλικὸς χν., ὁ ἀφρὸς τοῦ πώλου δηλ. τοῦ ἵππου, Ἀνθ. Παλατ. 6. 156· ὡσαύτως ἔρια ἐξεσμένα πρὸς πλήρωσιν προσκεφαλαίων ἢ στρωμάτων, Ἱππ. 612· 301· - παροιμ. ἐπὶ μαλακῶν πραγμάτων· εἰς. ἄχυρα καὶ χνοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 59. ΙΙ. ὁ λεπτὸς χνοῦς ὁ ἐπὶ τοῦ ἄνθους ἢ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστορ. 2. 8, 4, πρβλ. Διόδ. 2. 59· τὸ χνοῦδι καρπῶν τινων, μήλων χνοῦς ἐπικαρπίδιος Ἀνθ. Παλατ. 9. 226· καὶ οὕτως, αἱ πρῶται τρίχες ἐπὶ τῶν παρειῶν ἢ τῆς σιαγόνος κτλ. τῶν νέων, Λατ. lanugo, χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει Ἀριστ. Νεφ. 978· κοῦρος ἔτ’ ἀρτιγένειον ἔχων χνόον Ἀνθ. Παλατ. 9. 219· θηλείαις οὐδ’ ὅσσον ἐπὶ χνόος ἦλθε παρειαῖς Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 37· (θηρίον) χνοῦ ἀνάπλεων Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 27, 2. 2) μεταφρ., ἐξωτερικὴ ἐπάνθισις ἀρχαϊκοῦ ὕφους, ὅ τε πίνος αὐτῇ (δηλ. τῇ γλώσσῃ τοῦ Πλάτωνος) καὶ χνοῦς τῆς ἀρχαιότητος .. ἐπιτρέχει Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 2· ἐπανθεῖ τις .. χνοῦς ἀρχαιοπινὴς ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 38, πρβλ. 5, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 79D.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
toute efflorescence ; particul. :
I. écume :
1 écume de la mer;
2 crinière;
II. poussière SEPT, NT;
III. cendre;
IV. 1 duvet, particul. barbe d’épis;
2 duvet de certains fruits;
3 premier duvet, barbe naissante ; fig. teinte d’archaïsme en parl. du style.
Étymologie: cf. κνάω.

English (Autenrieth)

(κνάω, κόνις): foam; ἁλός, Od. 6.226†.

Greek Monotonic

χνόος: ὁ, Αττ. συνηρ. χνοῦς, γεν. χνοῦ·
I. κάθε ελαφριά και πορώδης ουσία, ἁλὸς χνόος, αφρός που συγκεντρώνεται στην άκρη της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· πωλικὸς χνόος, αφρός αλόγου, σε Ανθ.
II. οι πρώτες τρίχες στο πρόσωπο των νέων, Λατ. lanugo, σε Αριστοφ.· το χνούδι πάνω στα φρούτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χνόος: стяж. χνοῦς
1) налет или пена (ἁλός Hom.; δρόσος καὶ χνοῦς Plut.);
2) пушок (χ. ἐπικαρπίδιος Anth.): χ. λαμπρὸς καὶ μαλακός Diod. блестящий и мягкий пух, т. е. хлопок; χνοῦ ἀνάπλεως Arst. очень пушистый, мохнатый.

Middle Liddell

χνόος, ὁ,
I. any light porous substance, ἁλὸς χνόος the foam that gathers at the edge of the sea, Od.; πωλικὸς χν. horse's foam, Anth.
II. the first down on the chin of youths, Lat. lanugo, Ar.: the bloom on fruit, Anth.