κήρυκας
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, -υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ)
1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο δόγματα και ιδέες, καθώς και αυτός που παροτρύνει προφορικώς ή γραπτώς σε μια ενέργεια (α. «κήρυκας τῆς αλήθειας» β. «κήρυξ καὶ διδάσκαλος τῶν θείων λογίων», Σάθ.)
3. ο μεταξύ εμπολέμων κομιστής προτάσεων ανακωχής, ειρήνης κ.λπ., απεσταλμένος («καίτοι τὸ παρανομεῖν εἰς κήρυκα καὶ πρέσβεις τοῖς ἄλλοις τε πᾱσιν ἀσεβὲς εἶναι δοκεῑ», Δημοσθ.)
4. εκφωνητής κατά τις δημοπρασίες και τους δημόσιους πλειστηριασμούς («ὑπὸ κήρυκος πωλεῖν», Θεόφρ.)
αρχ.
1. αυτός που εκτελούσε χρέη μαγείρου κατά τις εορτές
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κήρυκες
ονομασία επιφανούς ιερατικού γένους στην Αθήνα («Εὐμολπιδῶν και Κηρύκων», Θουκ.)
3. (στην Αθήνα) αυτός που κήρυσσε και τηρούσε την τάξη στις συνελεύσεις, εκφωνητής («κήρυξ, τὶς ἀγορεύειν βούλεται;», Αριστοφ.)
4. (γενικώς) αγγελιαφόρος («αὐτοὶ θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσί μοι», Σοφ.)
5. ο πετεινός («ὥρα βαδίζειν, ὡς ὁ κήρυξ ἀρτίως ἡμών προσιόντων δεύτερον κεκόκκυκεν», Αριστοφ.)
6. (για γραπτό κείμενο ή για πρόσ.) αυτός που επιβεβαιώνει, που πιστοποιεί κάτι, ο μάρτυρας («δέξασθε σμίλης ὁλκούς, κήρυκας ἐμῶν μόχθων», Αριστοφ.)
7. (για τον Όμηρο) υμνητής, εγκωμιαστής («ἡρώων κάρυκ' ἀρετᾱς», επιγρ.)
8. είδος οστρακόδερμου με ελικοειδές κέλυφος, το οποίο χρησίμευε και ως είδος σάλπιγγας («αἵ τε πορφύραι καὶ οἱ κήρυκες καὶ ὁ κόχλος καὶ τἆλλα τὰ στρομβώδη», Αριστοτ.)
9. αγκαθωτό όργανο βασανιστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kar- «υμνώ». Αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. kāru- «ποιητής, τραγουδιστής» και συνδέεται με το καρκαίρω.
ΠΑΡ. κηρύκειος, κηρυκεύω
αρχ.
κηρύκαινα, Κηρυκίδαι, κηρυκικός, κηρύκινος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ιεροκήρυκας (-ήρυξ)
αρχ.
αντικήρυξ, αοιδοκήρυξ, αυτοκήρυξ, δημοκήρυξ, δρομοκήρυξ, θεοκήρυξ, στρατοκήρυξ, ψευδοκήρυξ].