επιστρέφω

Revision as of 14:10, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")

Greek Monolingual

(AM ἐπιστρέφω) στρέφω
επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα»)
μσν.- νεοελλ.
στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία»)
μσν.
1. ανταποδίδω
2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό
3. μεταβάλλω
4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη
5. μέσ. αλλάζω τις ιδέες μου
αρχ.-μσν.
1. μετανοώ
2. στρέφω την προσοχή μου
3. επαναφέρω κάποιον στον ορθό δρόμο
4. μέσ. ἐπιστρέφομαι
επιστρέφω στην ορθή πίστη
αρχ.
1. τρέπω τον εχθρό σε φυγή («ἐπέστρεψάν τε αὐτοὺς καὶ κατεδίωξαν πρὸς τὸ στρατόπεδον», Ξεν.)
2. περιστρέφω
3. (για αρρώστια) επανέρχομαι
4. στρέφω σε κάτι («Κύρνε, φίλους κατά πάντας ἐπίστρεφε ποικίλον ἦθος», Θέογν.)
5. προτρέπω σε δράση («ἐπιστρέφειν τήν φάλαγγα», Πλούτ.)
6. με επιμονή κάνω κάποιον να προσέξει κάτι («ὡς πρὸς τί πίστιν τήνδ’ ἄγαν ἐπιστρέφεις;», Σοφ.)
7. στρέφομαι σε κάποιον
8. συστρέφω
9. παθ. διαστρέφομαι («ἢν τράχηλος ἐπιστραφῇ», Ιπποκρ.)
10. (για δέντρο ή φύλλα) γέρνω
11. γυρίζω πίσω και βλέπω («ήιε ἐπιστρεφόμενος», Ηρόδ.)
12. γυρίζω γύρω γύρω («δι’ οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τάς περιφοράς», Πλάτ.)
13. περιπλανιέμαι παρατηρώντας κάτι («γαῖαν ἐπιστρέφεται», Ησίοδ.)
14. έρχομαι σ’ έναν τόποπόθεν γῆς τῆς δ’ ἐπεστράφης πέδον;», Ευρ.)
15. προσέχω, εξετάζω κάτι («ἐπεστρέφοντο πράγματος χάριν», Σοφ.)
16. προσηλώνομαι, προσέχω («ἐπιστραφείς καὶ ἰδόμενος τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.)
17. φροντίζω («νομίζων ἀποστερήσειν οὐκ ἐπεστράφη», Δημοσθ.)
18. στρέφομαι εναντίον κάποιου («Θεοῡ νιν κέλευσμ’ ἐπεστράφη», Ευρ.)
19. (νεοπλατων.) προκαλώ την επιστροφή στην πηγή του όντος («ἐπιστρέφειν τι πρὸς τἀγαθόν», Πρόκλ.).