ἐκρήγνυμι

Revision as of 11:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

fut. -A ρήξω S.Aj.775 :—break off, snap asunder, νευρὴν δ' ἐξέρρηξε νεόστροφον Il.15.469: c. gen., ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο the water broke off a piece of the road, 23.421:—Pass., break, snap asunder, of bows, εἰ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη, ἐκραγείη ἂν [τὰ τόξα] Hdt.2.173; of clothes, to be rent asunder, cj. in Chaerem.14.9. II c. acc. cogn., let break forth, break out with, νεφέλη ὄμβρον ἐκρήξει Plu.Fab.12; ἐ. ὀργήν Luc.Cal.23 :—Pass., break out, of an ulcer, Hdt.3.133; burst, of an abscess, Hp.Aph.4.82; ἔνθεν ἐκραγήσονται.. ποταμοὶ πυρός A.Pr.369; of a quarrel, ἐξερράγη ἐς τὸ μέσον broke out in public, Hdt.8.74; of persons, break out into passionate words, ἐκραγῆναι ἔς τινα Id.6.129, cf. Th.8.84 : pf.ἐξερρωγέναι throw aside restraint, become dissolute, Procop.Arc.1. III sometimes intr. in Act., οὔ ποτ' ἐκρήξει μάχη S.l.c.; ἐκρήξας ἄνεμος Arist.Mete.366b32 : pf. part. ἐξερρωγώς precipitous, ὄρη J.AJ14.15.5.

German (Pape)

[Seite 778] (s. ῥήγνυμι), 1) herausbrechen, -reißen; νευρὴν δ' ἐξέῤῥηξε (eigtl. aus dem Bogen), Il. 15, 469; ὕδωρ – ὁδοῖο, hatte aus dem Wege Etwas ausgerissen, ῥωχμὸς ἔην γαίης, 23, 421; νεφέλη ὄμβρον ἐκρήξει, Regen losbrechen lassen, Plut. Fab. Max. 12; übertr., ὀργήν, Zorn ausbrechen lassen, Luc. Calumn. 23. – 21 intr., hervor-, losbrechen; οὔποτ' ἐκρήξει μάχη καθ' ἡμᾶς Soph. Ai. 762, die Kämpfer uns gegenüber werden nicht durchbrechen; ἐκρήξας εἰς τὸν ὑπὲρ γῆς τόπον ἄνεμος Arist. Meteorl. 2, 8. Häufiger so im pass., ἔνθεν ἐκραγήσονται ποταμοί Aesch. Prom. 367; ἐκραγῆναι εἴς τινα, gegen Einen losfahren, Her. 6, 129; τέλος δὲ ἐξεῤῥάγη εἰς τὸ μέσον, endlich wurde es bekannt, 8, 74; vgl. D. Sic. 18, 67; von den Wunden, aufbrechen, Nic. Al. 211; ἐξεῤῥάγη ὄμβρος, ἀστραπή, Poll. 1, 116.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκρήγνυμι: μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω, διατέμνω, κάμνω νὰ σπάσῃ, νευρὴν δ’ ἐξέρρηξε νεόστροφον Ἰλ. Ο. 469· μετὰ γεν., ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, τὸ ὕδωρ ἐξέκοψε μέρος τι ἐκ τῆς ὁδοῦ, Ἰλ. Ψ. 421. - Παθ., θραύομαι, διαρρήγνυμαι, ἐπὶ τόξων, εἰ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη, ἐκραγείη ἂν Ἡρόδ. 2. 173· ἐπὶ ἐνδυμάτων, σχίζομαι, ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β. ΙΙ. μετὰ συστοίχου αἰτιατ., «ξεσπάνω», κάμνω νὰ «ξεσπάσῃ», νεφέλη ὄμβρον ἐκρήξει Πλουτ. Φάβ. 12· εὐθὺς ἐξέρρηξε τὴν ὀργὴν Λουκ. περὶ Διαβολ. 23. - Παθ., ἐπὶ φύματος, σπῶ, ἀνοίγω, Ἡρόδ. 3. 133. πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1252· ἐξορμῶ, ἔνθεν ἐκραγήσονται ποταμοὶ πυρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 367· ἐπὶ ἔριδος, ἐς μέσον ἐξερράγη, ἐξερράγη ἐν τῷ φανερῷ, Ἡρόδ. 8. 74· ἐπὶ προσώπων, «ξεσπῶ» ἐναντίον τινός, οὐ βουλόμενος ἐκραγῆναι ἐς αὐτὸν ὁ αὐτ. 6. 129. ΙΙΙ. ἐνίοτε καὶ ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., οὔ ποτ’ ἐκρήξει μάχη Σοφ. Αἴ. 775· ἐκρήξας … ἄνεμος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 14.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκρήξω, ao. ἐξέρρηξα;
Pass. f. ἐκραγήσομαι, ao.2 ἐξερράγην;
I. tr. 1 faire éclater, rompre : νευρήν IL la corde (d’un arc) ; ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο IL l’eau creva une partie de la route ; Pass. se rompre, éclater, s’élancer avec impétuosité ; fig. ἐξερράγη εἰς τὸ μέσον HDT (la querelle) éclata en public ; ἐκραγῆναι ἔς τινα HDT éclater, s’emporter avec violence contre qqn;
2 projeter en se rompant, projeter avec force : ὄμβρον PLUT la pluie ; fig. ὀργήν LUC faire éclater sa colère;
II. intr. éclater, se rompre, se changer en déroute en parl. d’un combat.
Étymologie: ἐκ, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἐκρήγνῠμι)
• Morfología: [fut. ind. -ρήξω S.Ai.775, part. perf. fem. ἐχσερρογῦα IG 13.422.7 (V a.C.)]
I 1romper, destrozar νευρὴν δ' ἐξέρρηξε νεόστροφον Il.15.469, c. gen. partit. ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο el agua destrozó una parte del camino, Il.23.421
desgarrar Ἴνω δ' ἐξέρρηξε σὺν ὠμοπλάτᾳ μέγαν ὦμον Theoc.26.22.
2 c. ac. int. romper, estallar en (νεφέλη) ὄμβρον ἐκρήξει (la nube) romperá en lluvia Plu.Fab.12, ἐξέρρηξε τὴν ὀργήν estalló en cólera Luc.Cal.23, θρῆνον τὸ πλῆθος ἐξέρρηξεν la multitud estalló en lamentos Charito 3.3.7.
II intr., en perf. act., aor. en -η y v. med.
1 romperse, quebrarse, desgarrarse εἰ τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα εἴη (τὰ τόξα), ἐκραγείη ἄν Hdt.2.173, σφόνδυλον ἐξεράγη ISmyrna 522(b).8 (II/I a.C.), ἐν ὄρεσι ἐξερρωγόσι en montañas abruptas I.AI 14.422, fig. ἐκρήξειν μάχην romperse la línea de batalla S.Ai.775, τὸν κατὰ Στήλας ἐκραγῆναι πόρον que se abrió el paso de las Columnas de Hércules Str.1.3.4, cf. 13.
2 lanzarse impetuosamente, salir en estampida, estallar ἔνθεν ἐκραγήσονται ... ποταμοὶ πυρός A.Pr.367, ἄνεμος Arist.Mete.366b32, de una pers., Gr.Nyss.M.46.425A
medic., de abscesos reventarse Hdt.3.133, Hp.Aph.4.82, Hp.Epid.1.5, Arist.HA 604b21, Luc.Cont.19
fig., c. suj. abstr. estallar, explotar ἐξερράγη ἐς τὸ μέσον estalló en público una discusión, Hdt.8.74, ὀργὴ ἐκρηγνυμένη Chrysipp.Stoic.3.96.18, φωνῆς τινος ... ἐκραγείσης Gr.Nyss.V.Macr.400.5
fig., c. suj. de pers. estallar, dar rienda suelta a una pasión ἐκραγῆναι ἐς αὐτόν Hdt.6.129, cf. Th.8.84, κεκρυμμένως ἐξερρωγέναι Procop.Arc.1.36.
3 deshacerse completamente, acabarse, desaparecer ἐκραγείη δὲ ἐκ διαίτης αὐτοῦ ἴασις que desparezca totalmente de su morada la salud LXX Ib.18.14.

Greek Monotonic

ἐκρήγνῡμι: μέλ. -ρήξω,
I. σπάζω, κόβομαι σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο, το νερό διέβρωσε ένα τμήμα του δρόμου, στο ίδ. — Παθ., ραγίζω, θρυμματίζομαι, τεμαχίζομαι, σε Ηρόδ.
II. με σύστ. αιτ., αφήνω κάτι να σπάσει, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, διαφεύγω, με, σε Πλούτ., Λουκ. — Παθ., σπάζω, ανοίγω, σκάω, λέγεται για έλκος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· λέγεται για φιλονικία, ἐς μέσον ἐξερράγη, ξέσπασε σε δημόσιο χώρο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, ξεσπώ σε παράφορα, βίαια, σφοδρά, απότομα λόγια, στον ίδ.
III. κάποιες φορές επίσης αμτβ. στην Ενεργ., οὔ ποτ' ἐκρήξει μάχη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκρήγνῡμι: (fut. ἐκρήξω, aor. ἐξέρρηξα; pass.: fut. ἐκραγήσομαι, aor. 2 ἐξερράγην)
1) разрывать (νευρήν Hom.); pass. разрываться, лопаться (ἐκρήγνυνται αἱ φλύκταιναι Arst.): τὰ τόξα τὸν πάντα χρόνον ἐντεταμένα ἐκραγείη ἄν Her. лук, все время натягиваемый, может сломаться;
2) прорывать, размывать (ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο Hom.);
3) внезапно или с шумом разражаться (ὁ ἄνεμος ἐκρήξας Arst.): νεφέλη ὄμβρον ἐξέρρηξε Plut. туча разразилась ливнем; ἐξέρρηξε τὴν ὀργήν Luc. он вспыхнул от гнева;
4) прорываться, проникать: καθ᾽ ἡμᾶς οὔποτ᾽ ἐκρήξει μάχη Soph. бой (т. е. противник) никогда не прорвется через нас;
5) pass. разражаться, начинать бушевать: ἔνθεν ἐκραγήσονται ποταμοὶ πυρός Aesch. отсюда хлынут огненные реки; νότος ἐκραγεὶς ἄπιστος τὸ μέγεθος Plut. забушевавший с невероятной силой южный ветер; ἐκαγῆναι εἴς τινα Her. обрушиться на кого-л. с негодованием;
6) pass. внезапно появляться (φροντὶς ἐκραγεῖσα Plut.): τέλος δὲ ἐξερράγη ἐς τὸ μέσον Her. в конце концов (недовольство) прорвалось наружу.

Middle Liddell

fut. -ρήξω
I. to break off, snap asunder, Il.; c. gen., ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῖο the water broke off a piece of the road, Il.:—Pass. to break or snap asunder, Hdt.
II. c. acc. cogn. to let break forth, break out with, Plut., Luc.:—Pass. to break out, of an ulcer, Hdt., Aesch.; of a quarrel, ἐς μέσον ἐξερράγη it broke out in public, Hdt.; of persons, to break out into passionate words, Hdt.
III. sometimes also intr. in Act., οὔ ποτ' ἐκρήξει μάχη Soph.