παραστατικός

Revision as of 17:56, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ή, όν, A fit for standing by. Adv. -κῶς Phot., Suid. II bringing to light, displaying, ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ ἑτέρου Antioch.Ascal. ap.S.E.M.7.162; ἀληθοῦς Stoic.2.73; indicative, c. gen., τὰ καιροῦ π. (sc. ἐπιρρήματα) οἷον σήμερον D.T.641.28, cf. A.D.Pron.7.26, al., S.E. M.8.202; making manifest, ὁλοτελῶν κόσμων π. Dam.Pr.224. III able to exhort or rouse, c. gen., ἀγωνίας Plb.3.43.8; ὁρμῆς Plu.Lyc. 21; creating a disposition or propensity, πρὸς τὰς πράξεις Phld. Mus.p.71 K.; π. πρὸς συνουσίαν S.E.M.1.307; π. ἀπό τινος εἴς τι Phld.Oec.p.52 J. IV desperately courageous, Plb.16.5.7 (Comp.). Adv. -κῶς Id.16.28.8, D.S.18.22 : Comp. -ώτερον Id.20.11. 2 desperate, furious, διάθεσις Plb.1.67.6, etc.; π. τὰς διανοίας Id.18.46.10. V parastatica, = παραστάς, Vitr.5.1.6, 10.10.2, Plin.HN33.52. VI -κόν, τό, tomb, MAMA3.10, al. (Seleucia ad Calycadnum).

German (Pape)

[Seite 500] ή, όν, 1) was das Vermögen hat, Etwas vor die Seele od. vor die Sinne zu stellen, anzudeuten, innerlich anzuregen, Sp., bes. Gramm.; τὰ μέλη κέντρον ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆς, Plut. Lyc. 21; ἦν τὸ γιγνόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίας, Pol. 3, 43, 8; Sp. – 2) wer gefaßt ist und der Gefahr entgegentritt, kühn, τῆς ψυχῆς γενναιότητι λαμπρότερος καὶ παραστατικώτερος ἢ πρόσθεν, Pol. 16, 5. 7, öfter; auch im schlimmen Sinne, ἀποθηριοῦσθαι καὶ παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν, 1, 67, 6; ὁρμή, wüthender Angriff, 33, 8, 5. – 3) verzückt, sowohl von propbellscher Begeisterung, als wahnsinnig. – Adv., bes. in der 2. Bdtg, Pol. 16, 28 u. A.; παραστατικώτερον τὸν κίνδυνον ὑπέμειναν, D. Sic. 20, 11.

Greek (Liddell-Scott)

παραστᾰτικός: ἡ, όν, ἀρμόδιος ὄπως ἵσταται πλησίον τινός· ἐπίρρ. -κῶς, Φώτ., Σουΐδ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ παραστήση τι ἐνώπιόν τινος, ὁ παρέχων ἔννοιάν τινος, φιλανθρωπίας Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 7· ἀληθοῦς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 249· - ἀπολ., ὁ ποιῶν τι κατάδηλον, αύτοθι 202, κτλ. 3) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξεγείρῃ, μετὰ γεν., ἀγωνίας Πολύβ. 3. 43, 8 ὁρμῆς Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· παρ. πρός τι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπειρ. 4) ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, π. τινος, ὁ ἀφιερωμένος εἰς μνήμην τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 9213-18. ΙΙ. ὁ ἔχων ἑτοιμότητα πνεύματος, εὐθαρσής, εὔτολμος, Πολύβ. 16. 5, 7. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 16. 28, 8, Διόδ., κλ. 2) παράφορος, ἀπεγνωκώς, Πολύβ. 1. 67, 6, κτλ.· π. τὰς διανοίας ὁ αὐτ. 18. 29, 10 ΙΙΙ. parastatica= παραστάς, Πλίν. 33. 15, πρβλ. παραστάτης VI.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui excite, gén..
Étymologie: παρίστημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραστατικός, -ή, -όν, ΝΑ παραστάτης
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία»)
2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να εκφράζει κάτι με ακρίβεια και ζωντάνια («παραστατική περιγραφή»)
3. μαθημ. «παραστατική γεωμετρία» — κλάδος της γεωμετρίας που εξετάζει τις ιδιότητες ενός σχήματος του χώρου μελετώντας τις ιδιότητες της παράστασης του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα
4. το ουδ. ως ουσ. το παραστατικό
(παλαιότερος όρος) το μέρος της ψυχολογίας που ερευνά τις παραστάσεις
αρχ.
1. αυτός που είναι κατάλληλος να σταθεί κοντά σε ένα άλλο πρόσωπο
2. ο ικανός να παραστήσει, να απεικονίσει κάτι ενώπιον άλλου
3. αυτός που φανερώνει κάτι, αποκαλυπτικός
4. ενδεικτικός
5. αποδεικτικός, επαληθευτικός
6. αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να διεγείρει
7. αυτός που προκαλεί διάθεση, ροπή, τάση για κάτι
8. αυτός που έχει ετοιμότητα πνεύματος
9. τολμηρός, θαρραλέος
10. απελπισμένος, μανιώδης, παράφορος
11.0 αφιερωμένος στη μνήμη κάποιου
12. το θηλ. ως ουσ. ἡ παραστατική
η παραστάδα
13. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραστατικόν
μνήμα, τάφος.
επίρρ...
παραστατικώς και -ά / παραστατικῶς, ΝΑ
νεοελλ.
με τρόπο παραστατικό, με ζωηρή περιγραφή, με παραστατικότητα
αρχ.
με πολύ μεγάλη τόλμη και θάρρος.

Greek Monotonic

παραστᾰτικός: -ή, -όν,
I. 1. ικανός να στέκεται δίπλα.
2. ικανός να προτρέψει ή να διεγείρει, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.
II. εχέφρων, θαρραλέος, εμψυχωτικός, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραστᾰτικός:
1) наглядно представляющий, выражающий, объясняющий (ἀληθοῦς Sext.);
2) возбуждающий (ἀγωνίας Polyb.; ὁρμῆς Plut.);
3) отважный, полный решимости Polyb.;
4) необузданный, бешеный (ὁρμή Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραστατικός -ή -όν [παρίστημι] in staat op te wekken, met gen.: π. ὁρμῆς ἐνθουσιώδους prikkelend tot enthousiasme Plut. Lyc. 21.1.

Middle Liddell

παραστᾰτικός, ή, όν [from πᾰραστάτης]
I. fit for standing by:
2. able to exhort or rouse, c. gen., Polyb., Plut.
II. having presence of mind, courageous, desperate, Polyb.