κρηπίς

Revision as of 11:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

κρηπῖδος, ἡ, A man's high boot (cf. AB273), half-boot, Hegem. Parod.4, X.Eq.12.10, Thphr.Char.2.7 (dub.): distinguishedfrom ὑποδήματα, Aristocl.Hist.8; κρηπῖδες λευκαί, a mark of effeminacy, Timae.82. b κρηπῖδες = soldiers' boots, i.e. soldiers themselves, Theoc.15.6. 2 shoe-shaped cake, Poll.6.77. II generally, groundwork, foundation, basement of a building or altar, Hdt.1.93, S.Tr.993(anap.), E.Ion38(pl.), HF985, X.An.3.4.7, IG12.372.67; κ. καὶ στυλοβάτας ib.42(1).102.7 (Epid.); τύμβου 'πὶ κρηπῖδ' E.Hel.547: metaph., βάλλεσθαι κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων Pi.P.4.138; κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι ib.7.3; ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας Id.Fr.77; κ. γένους E.HF1261; ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κρηπὶς X.Mem.1.5.4, cf. Onos.4.4: οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν = we have not yet got to the bottom of misery, A.Pers.815; κρηπῖδα θαλάσσης = bottom of the sea Opp.H.3.453, 5.48; κρηπὶς καὶ ἕδρα νόσου = foundation and seat of disease, Max.Tyr.13.7. 2 walled edge of a river or canal, quay, Hdt.1.185,2.170, Plb.5.37.8, PTeb.382.9 (i B. C.); abutment of a bridge, Epigr.Gr.1078.3 (Adana); tiers of seats in a theatre, IG11(2).203 A 95 (Delos, iii B. C.). III oxtongue, ox-tongue, Helminthotheca echioides, Helminthia echioides, Thphr. HP7.8.3, Plin.HN21.99. IV a bandage, Sor.Fasc.59.

Greek (Liddell-Scott)

κρηπίς: ῖδος, ἡ, εἶδος ὑποδήματος ἀνδρικοῦ ὑψηλὰ ἔχοντος τὰ καττύματα, Λεξ. Ρητ. 275. 18, εἶδος ὑμιυποδήματος, Ξεν. Ἱππ. 12. 10, Ἡγήμ. παρ᾿ Ἀθην. 698D, Θεοφρ. Χαρ. 2· διακρίνονται δὲ αἱ κρηπῖδες ἀπὸ τῶν ἁπλῶν ὑποδημάτων, Ἀθήν. 539C, 621Β· ἴσως (ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τοῦ ὀνόματος ὀπισθοκρηπῖδες) ὄπισθεν ἀνοικταί· κρ. λευκαί, σημεῖον ἐκθηλύνσεως, Τίμαι. αὐτόθ. 522Α· κρ. χῖαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ‒ κρηπῖδες, ὑποδήματα στρατιωτικά, δηλ. αὐτοὶ οἱ στρατιῶται, Θεόκρ. 15. 6. 2) πλακούντιον ἔχον τὸ σχῆμα πεδίλου, ὑποδήματος, Πολυδ. Ϛʹ, 77. ΙΙ. καθόλου, θεμέλιον, τὰ θεμέλια οἰκοδομήματος, ἰδίως ναοῦ ἢ βωμοῦ, Ἡρόδ. 1. 93, Σοφ. Τρ. 993, Εὐρ. Ἴων 38, Ἡρ. Μαιν. 985, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 7· τύμβου ᾿πὶ κρηπῖδ᾿ Εὐρ. Ἡλ. 547· ‒ μεταφ., βάσις, θεμέλιον, βάλλεσθαι κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων Πινδ. Π. 4. 245· κρ. ἀοιδᾶν αὐτόθι 7. 3· ἐβάλλοντο φαενὰν κρηπῖδ᾿ ἐλευθερίας (ἴδε ἐν τέλ.) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 196· κρ. γένους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1261· ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 4· οὐδέπω κρηπὶς κακῶν ὕπεστι, δὲν ἐφθάσαμεν ἀκόμη εἰς τὸν βυθὸν τῆς δυστυχίας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 815. 2) ἡ ὄχθη ποταμοῦ τειχισθεῖσα, Λατ. crepido, Ἡρόδ. 1. 185., 2. 170, Πολύβ. 5. 37, 8· χρησιμεύουσα ὡς βάθρον τῶν ἁψίδων γεφύρας, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1078. ῑ ἐν τῇ γεν. κρηπῖδος, κτλ., ὡς ἐν τῇ Λατ. crepido· ἀλλ᾿ ὅμως ἔχομεν κρηπίδα ῐ ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 196, ὡς ἐν τῇ Λατ. crepida· πρβλ. κνημίς.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
I. chaussure d'homme, sorte de demi-botte (cf. lat. crepida);
II. p. anal.
1 fondement d'une construction ; fig. fondement : ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κρηπίς XÉN la possession de soi-même est le fondement de la vertu ; κρηπὶς κακῶν ESCHL fondement de maux;
2 construction au bord de la mer ou d'un fleuve, quai.
Étym. lat. crepido.

English (Slater)

κρηπῑς (-ίς, -ῖδα, -ῖδας.)
   1 foundation(s). καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. Ἀπόλλων) fr. 51a. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. met., βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων (P. 4.138) κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἀλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι (P. 7.3) ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας (κρηπίδ Bergk) fr. 77. 1.

Greek Monolingual

(I)
κρηπίς, -ῑδος, ἡ (AM)
βλ. κρηπίδα.
(II)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crepis < λατ. crepis < κρηπίς.

Greek Monotonic

κρηπίς: -ῖδος, ἡ,
I. είδος ανδρικού παπουτσιού, σε Ξεν.· κρηπῖδες, στρατιωτικές μπότες, δηλ. οι ίδιοι οι στρατιώτες, πολεμιστές.
II. 1. γενικά, θεμελίωση, βάση, λέγεται για ναό ή βωμό, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., κρηπὶς σοφῶν ἐπέων, σε Πίνδ.· οὐδέπω κρηπὶς κακῶν ὕπεστι, δεν φτάσαμε ακόμα στον πάτο της δυστυχίας, σε Αισχύλ.· ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κρηπίς, η αυτοσυγκράτηση είναι το θεμέλιο της αρετής, σε Ξεν.
2. περιτειχισμένη άκρη ποταμού, αποβάθρα, προκυμαία, μουράγιο, Λατ. crepῑdo, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κρηπίς: ῖδος ἡ (ῑδ, редко ῐδ)
1) сапог Theocr., Xen.;
2) основание, фундамент (βωμῶν Soph.; ναοῦ Arst.; κ. λιθίνη Xen.): κρηπῖδα βάλλεσθαί τινος Pind., Plut. закладывать основы чего-л., класть начало чему-л.;
3) основание, дно: οὐδέπω κακῶν κ. ὕπεστιν Aesch. дно бедствий еще не достигнуто, т. е. еще не наступил конец бедствиям;
4) ограда, вал (sc. τοῦ λιμένος Polyb.; λίμνη λιθίνῃ κρηπῖδι κεκοσμημένη Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρηπίς -ῖδος, ἡ laars, meestal van mannen:; παντᾷ κρηπῖδες overal mannenlaarzen (d.w.z. mannen ) Theocr. Id. 15.6; soms van vrouwen. fundament, voetstuk:; πρὸς δὲ κρηπίδων βάθροις bij de treden van het altaarvoetstuk Eur. Tr. 16; overdr. basis, bodem:. κοὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν de bodem van het kwaad is nog niet in zicht Aeschl. Pers. 815; ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κρηπίς zelfbeheersing is de basis van deugd Xen. Mem. 1.5.4. kade, oever:. κρηπῖδα κύκλῳ περὶ αὐτὴν ἤλασε hij liet een kademuur rondom het meer aanleggen Hdt. 1.185.5.

Frisk Etymological English

-ῖδος
Grammatical information: f.
Meaning: mans high boot, half-boot (X., Theoc., Plu., Poll.), also. groundwork, foundation, quay (IA, Pi.).
Compounds: some compp., e.g. ὀπισθο-κρηπίς name of a shoe (Att. inscr., Poll., H.). -
Derivatives: κρηπίδια pl. bordering stones (Didyma IIa), κρηπιδαῖον (Lys.), -εῖον (Ostia) fundament of a house, κρηπιδ-ιαῖος of the fundament (Att. inscr.; on the formation Chantraine Formation 49). Denomin. κρηπιδόω give a basis, found, support (D. C., Plu.) with -ωμα fundament (inscr., D. S., Aq.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As κνημίς, χειρίς from a nominal basis; or the word just took their ending. The technical meaning suggests a loan (Chantraine Formation 347, Schwyzer 465); the connection with words for shoe, e.g. Lith. kùrpe (Bezzenberger 17, 214, Zupitza Die german. Gutt. 125; s. καρβάτινος), is rejected by Fraenkel Lit. et. Wb. s. v. prob. rightly. Not with Haupt Actes du 16e congres des orientalistes (1912) from Babyl. kipir, kipru quay, asphalt-covering. Lat. LW [loanword] crēpīda half-boot, crēpīdō stone basis etc.; cf. W.-Hofmann s. v. - The suffix occurs in Pre-Greek.

Middle Liddell

κρηπίς, ῖδος, ἡ,
I. a half-boot, Xen.:— κρηπῖδες soldiers' boots, i. e. soldiers themselves, Theocr.
II. generally, a groundwork, foundation, basement of a temple or altar, Hdt., Soph., etc.:—metaph., κρηπὶς σοφῶν ἐπέων Pind.; οὐδέπω κρηπὶς κακῶν ὕπεστι we have not yet got to the bottom of misery, Aesch.; ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κρηπίς self-control is the foundation of virtue, Xen.
2. the walled edge of a river, a quay, Lat. crepido, Hdt.

Frisk Etymology German

κρηπίς: -ῖδος
{krēpís}
Grammar: f.
Meaning: Halbschuh, der ganz oder teilweise den oberen Teil des Fußes bedeckt (X., Theok., Plu., Poll. u. a.), gew. Grundlage, Sockel, Fundament, Einfassungsbau, Steindamm (ion. att., Pi.).
Composita: Einzelne Kompp., z.B. ὀπισθοκρηπίς Ben. eines Schuhes (att. Inschr., Poll., H.).
Derivative: Ableitungen: κρηπίδια pl. Randsteine (Didyma IIa), κρηπιδαῖον (Lys.), -εῖον (Ostia) Hausgrund, κρηπιδιαῖος zum Fundament gehörig (att. Inschr. u. a.; zur Bildung Chantraine Formation 49). Denominativum κρηπιδόω mit einer Grundlage versehen, gründen, unterstützen (D. C., Plu. u. a.) mit -ωμα Grundlage (Inschr., D. S., Aq.).
Etymology: Wie bei κνημίς Beinschiene, χειρίς Handschuh u. a. ist man geneigt, auch bei dem sinnverwandten κρηπίς von einem nominalen Grundwort auszugehen; ebensogut möglich ist indessen, daß κρηπίς seinen Ausgang von diesen Wörtern bezogen hat. Die technische Bedeutung läßt auf Entlehnung schließen (Chantraine Formation 347, Schwyzer 465); die Verbindung mit einigen Wörtern für Schuh, z.B. lit. kùrpė (seit Bezzenberger 17, 214, Zupitza Die german. Gutt. 125; s. καρβάτινος), wird von Fraenkel Lit. et. Wb. s. v. gewiß mit Recht abgelehnt. Nicht mit Haupt Actes du 16e congres des orientalistes (1912) aus babyl. kipir, kipru Ufermauer, Asphaltverkleidung. Lat. LW crēpīda Halbschuh, crēpīdō gemauerter Grund; vgl. W.-Hofmann s. v.
Page 2,16-17

English (Woodhouse)

base, lowest part