καθορμίζω

Revision as of 09:00, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A bring a ship into harbour, bring to anchor, καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον Plb.1.53.10 codd. (dub.); τὸν στόλον εἰς τὸ νεώριον Plu.Cat.Mi.39:—Pass., with aor. Med., come into harbour, put in, ἐς τὴν Ἔφεσον Th.3.32, cf. 6.97, etc.: aor. 1 Pass., Anon.Hist. (FGrH160) ii 20 (iii B.C.), Plb.1.21.5, Plu.Sull.26; ὑπ' Ἀκραγαντίνων (Cobet ὑπ' ἄκραν τινὰ) καθωρμίσθησαν Polyaen.6.16.4.
2 metaph., ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας hast brought thyself to such miseries, A.Pr.965; κ. ἑαυτὸν εἰς ἡσυχίαν Plu.2.455c:—Pass., καθώρμισται ἡ κύστις ἐκ τῶν νεφρῶν is suspended from them, Arist.PA671b25: metaph., γένος ἐν μεταιχμίῳ ἀρετῆς καὶ κακίας -ισμένον Max.Tyr.30.3; of logical dependence, τὰ αἴτια τὰ νοητά, εἰς ἃ διὰ νοῦ -ίζεται ἡ ἐπιστήμη Simp.in de An.124.23.

German (Pape)

[Seite 1289] das Schiff in den Hafen einlaufen lassen; τὸν στόλον εἰς τὸ νεώριον Plut. Cat. min. 39; καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον, sc. τὰς ναῦς, sie landeten bei einem Städtchen, Pol. 1, 53, 10. – Med. in einen Hafen einlaufen, anlanden, ταῖς ναυσὶν εἰς τὴν Θάψον καθορμισάμενοι Thuc. 6, 97, öfter, u. Folgde, πρὸς τὴν γῆν καθωρμίσατο D. Cass. 48, 47; aor. pass., καθωρμίσθη πρὸς τὴν πόλιν, εἰς τὸν λιμένα, ἐν ταῖς νήσοις, Pol. 1, 21, 5. 44, 2. 6 Plut. Sull. 26. – Übertr., ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας Aesch. Prom. 967, du hast dich selbst in dieses Leid gestürzt; ἑαυτὸν εἰς ἡσυχίαν Plut. coh. ira 5.

French (Bailly abrégé)

f. καθορμίσω, att. καθορμιῶ, ao. καθώρμισα;
faire entrer dans le port, faire aborder : στόλον εἰς νεώριον PLUT une flotte dans un port ; fig. καθ. ἑαυτὸν εἰς ἡσυχίαν PLUT se faire aborder, càd aborder au repos ; s'engager dans fig.
Moy. καθορμίζομαι (ao. καθωρμισάμην ou Pass. καθωρμίσθην) aborder.
Étymologie: κατά, ὁρμίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ορμίζω act. met acc., causat. in een haven doen binnenlopen:; τὸν στόλον εἰς τὸ νεώριον κ. de vloot de haven doen binnenlopen Plut. CMi 39.2; overdr.: ἐς πημονάς ἑαυτὸν κ. zichzelf in de ellende doen belanden Aeschl. PV 965. med.-pass. intrans. binnenlopen, voor anker gaan.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθορμίζω: (fut. καθορμίσω - атт. καθορμιῶ, aor. καθώρμισα; aor. med. καθωρμισάμην, aor. pass. καθωρμίσθην)
1 (о кораблях), вводить (в порт) (τὸν στόλον εἰς τὸ νεώριον Plut.): καθώρμισαν (sc. τὰς ναῦς) πρός τι πολισμάτιον Polyb. они пристали (к берегу) близ одного городка;
2 med. (на корабле) входить, причаливать (εἰς τὸν λιμένα Polyb.; ἐν ταῖς νήσοις Plut.): ταῖς ναυσὶν εἰς τὴν Θάψον καθορμισάμενοι Thuc. причалив к Тапсосу;
3 перен. погружать, ввергать (ἐς πημονάς τινα Aesch.): κ. ἑαυτὸν εἰς ἡσυχίαν Plut. предаваться отдыху;
4 связывать, присоединять: καθώρμισται ἡ κύστις ἐκ τῶν νεφρῶν Arst. мочевой пузырь соединяется с почками.

Greek Monolingual

καθορμίζω)
1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.)
2. μέσ. καθορμίζομαι
(για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς τὴν Ἔφεσον καθορμισαμένου αὐτοῦ», Θουκ.)
αρχ.
μέσ.
1. μτφ. οδηγώ τον εαυτό μου κάπου («ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας» — οδήγησες τον εαυτό σου σε τέτοιες δυστυχίες, Αισχύλ.).
2. μτφ. εξαρτώμαι λογικώς («τὰ αἴτια τὰ νοητά, εἰς ἅ διὰ νοῦ καθορμίζεται ἡ επιστήμη», Σιμπλ.)
3. μτφ. κρέμομαι, είμαι αναρτημένος («καθώρμισται ἡ κύστις ἐκ τῶν νεφρῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁρμίζω (< ὅρμος)].

Greek Monotonic

καθορμίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι, φέρνω πλοίο για να αγκυροβολήσει, σε Πλούτ. — Παθ., με Μέσ. αόρ. αʹ, έρχομαι στο λιμάνι, προσορμίζομαι, σε Θουκ.
2. μεταφ., ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας, οδήγησες, έφερες τον εαυτό σου σε τέτοιες δυστυχίες, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καθορμίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: φέρω πλοῖον εἰς τὸν λιμένα, φέρω εἰς ἀγκυροβολίαν, καθώρμισαν τὰς ναῦς πρὸς τόπον Πολύβ. 1. 53, 10· τὸν στόλον εἰς τὸ νεώριον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 39: - Παθ., μετὰ μέσ. ἀορ., ἔρχομαι εἰς τὸν λιμένα, προσορμίζομαι, ἐς τόπον Θουκ. 3. 32., 6. 97, κτλ.· Παθ. ἀόρ., Πολύβ. 1. 21, 5, κτλ., ὑπ’ Ἀκραγαντίνων (κατὰ Κοραῆν ὑπὸ ἄκρας τινός, κατὰ δὲ Κόβητον ὑπ’ ἄκραν τινὰ) καθωρμίσθησαν Πολύαιν. 6. 16, 4. 2) μεταφ., ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας, ἤγαγες σεαυτὸν ταύτας τὰς δυστυχίας, Αἰσχύλ. Πρ. 965 (τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. καθώροσας, ὁπόθεν ὁ Ἕρμαννος κατούρισας)· καθ. ἑαυτὸν εἰς ἡσυχίαν Πλούτ. 2. 455C: - Παθ., καθώρμισται ἡ κύστις ἐκ τῶν νεφρῶν, ἐξήρτηται ἐξ αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 7.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
1. to bring a ship into harbour, bring to anchor, Plut.:—Pass., with aor1 mid., to come into harbour, put in, Thuc.
2. metaph., ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας hast brought thyself to such miseries, Aesch.