μῆδος

Revision as of 15:18, 16 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Rath" to "Rat")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(A), -εος, τό, (μέδω) poet. Noun, only in plural μήδεα,
A counsels, plans, arts, mostly with collat. notion of prudence or cunning, δόλους καὶ μ. πυκνά Il.3.202; βουλαὶ… μ. τ' ἀνδρῶν 2.340; πεπνυμένα μ. εἰδώς 7.278, Od.2.38; πυκινὰ φρεσὶ μ. ἔχοντες Il.24.674; θεοῖς ἐναλίγκια μ. ἔχοντα Od.13.89; μάχης μ. plans of fight, Il.15.467, 16.120; μ. πατρός Hes.Th.398; μήδεσιν ἀμοῖς Pi.P.4.27, cf. 10.11; ἐπικότοισι μήδεσι A. Pr.601 (lyr.); σός τε πόθος σά τε μ. longing for thee and thy counsels, Od.11.202.

(B), -εος, τό, Ep. Noun, only pl. μήδεα,
A genitals, Od.18.67, 87, 22.476, Androm. ap. Gal.14.41; μ. φωτός Od.6.129, cf. Call.Fr. 50 P.; v. μέζεα. (In late Prose, Ant.Lib.17.6.)
2 urine, λαγόνων ἀπὸ μήδεα χεύῃ Opp.C.4.441.

German (Pape)

[Seite 171] τό (vgl. μήδομαι), 1) Anschlag, Ratschlag, Beschluß, bes. alles klüglich, listig Ersonnene; ἐν πυρὶ δὴ βουλαί τε γενοίατο, μήδεά τ' ἀνδρῶν, Il. 2, 340; εἰδὼς παντοίους δόλους καὶ μήδεα πυκνά, 3, 202, öfter; auch πεπνυμένα μήδεα εἰδώς, 7, 278, u. sonst, geradezu Klugheit, Verschlagenheit, Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς, 14, 88, der sich auf Ratschläge versteht, die er ausführt, die nicht untergehen; μήδεα μάχης, Entwürfe zur Schlacht, Schlachtplan, 15, 467. 16, 120; μήδεα eben so Pind. P. 4, 27. 10, 11; ἐπικότοισι μήδεσι δαμεῖσα, Aesch. Prom. 604; περιώσι' ἄφυκτά τε μήδεα ὑφαίνεται Αἶσα, Soph. frg. 604; sp. D. Auch σὰ μήδεα, Sorge um dich, Od. 11, 202. – 2) μήδεα φωτός, die männliche Schaam, Od. 6, 129, u. ohne den Zusatz, 18, 67. 87. 22, 476; Ant. Lib. 17. Vgl. μέζεα. – Bei Opp. Cyn. 4, 441 die Urinblase.

French (Bailly abrégé)

2ion. -εος, att. -ους (τό) :
parties de l'homme.
Étymologie: R. Μαδ, être humide - DELG 3 étym. problématiques.

Russian (Dvoretsky)

μῆδος: εος τό только pl. мужские половые органы Hom.
εος τό только pl.
1 мысль, намерение, замысел (βουλαὶ μήδεά τε, δόλοι καὶ μήδεα Hom.): μάχης μήδεα Hom. боевые замыслы;
2 забота, тревога: σὰ μήδεα Hom. заботы о тебе.

Greek (Liddell-Scott)

μῆδος: (Α), εος, τό· (μέδω)· ― Ἐπικ. οὐσιαστ., σχεδὸν πανταχοῦ ἐν τῷ πληθ. μήδεα, σχέδια, σκέψεις, βουλεύματα, τεχνάσματα, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐνυπαρχούσης ἐννοίας φρονήσεως ἢ πανουργίας, δόλους καὶ μήδεα Ἰλ. Γ. 202· βουλαί..., μήδεά τ’ ἀνδρῶν Β. 340· πεπνυμένα μ. εἰδὼς Η. 278, κτλ.· πυκινὰ φρεσὶ μ. ἔχοντες Ω. 674· θεοῖς ἐναλίγκια μ. ἔχοντα Ὀδ. Ν. 89· μάχης μ., σχέδια μάχης, Ἰλ. Ο. 467., Π. 120· οὕτω μήδεα πατρὸς Ἡσ. Θηρ. 398· μήδεσιν ἀμοῖς Πινδ. Π. 4. 46., 10. 16· ἐπικότοισι μήδεσι Αἰσχύλ. Πρ. 602 (Λυρ.) 2) φροντίδες, μέριμναι, σά τε μήδεα, ἡ περὶ σοῦ φροντίς, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., Ὀδ. Λ. 202.

English (Autenrieth)

(1), εος: only pl., μήδεα, plans, counsels.
(2), εος: pl., privy parts. (Od.)

English (Slater)

(μήδεσι(ν).) counsels, arts “ἐννάλιον δόρυ μήδεσιν ἀνσπάσσαντες ἁμοῖς” (Μήδεια speaks) (P. 4.27) ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (P. 10.11) ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς (Pae. 9.37) (θυγάτηρ) ἃν ἐπάσκησε μήδες[ι Παρθ. 2. 72.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Μηδίς (Α Μῆδος, θηλ. Μηδίς και Μήδισσα, Μ Μήδιος)
ο κάτοικος της Μηδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μηδία. Το θηλ. Μηδίς < Μῆδος + επίθημα -ίς (πρβλ. Ελληνίς)].
(I)
μῆδος, τὸ (Α)
(μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα
α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῖς ἐναλίγκια μήδε' ἔχοντα», Ομ. Οδ.)
β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μήδομαι. Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μηδής (πρβλ. θρασυμηδής, κακο-μηδής, πυκι-μηδής), καθώς και σε παραξύτονα ανθρωπωνύμια σε -μήδης (πρβλ. Διομήδης, Γανυμήδης, Θρασυμήδης, Κλεο-μήδης κ.λπ.) ήδη στη μυκηναϊκή εποχή (πρβλ. μυκηναϊκό τ. Ekemede). Κατά το πρότυπο τών αρσ. κύριων ονομάτων σε -μήδης σχηματίστηκαν τα θηλ. σε -η (πρβλ. Ἀγαμήδη, Ἁλι-μήδη, Πυκι-μήδη και Μήδεια, πιθ. μυκηναϊκό Μedejo)].
(II)
μῆδος, τὸ (Α)
1. (πάντα στον πληθ.) τὰ μήδεα
τα ανδρικά γεννητικά μόρια, τα αιδοία («αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ζώσατο, μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα», Ομ. Οδ.)
2. (στον εν.) η ουροδόχος κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μῆδος, που απαντά μόνο στον πληθ. μήδεα «ανδρικά γεννητικά μόρια», εμφανίζεται και με τις μορφές μέδεα και μέζεα. Έχει υποστηριχθεί ότι αρχαιότερος και πιο εύχρηστος είναι ο τ. μέδεα (< medea), από τον οποίο με δασεία προφορά του -δ- έχει προέλθει ο τ. μέζεα (πρβλ. ομ. ζάπεδον). Η άποψη ότι οι τ. μέδεα/μέζεα συνδέονται με το ρ. μαδῶ θεωρείται μάλλον απίθανη. Απίθανη επίσης θεωρείται και η άποψη ότι οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα med- «φουσκώνω, επεκτείνω» και συνδέονται με το επίθ. μεστός, καθώς και με ιρλδ. mess «βάλανος, οίδημα». Ο τ. μήδεα πιθ. < ρ. μήδομαι «συλλογίζομαι, φροντίζω», κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί ευφημιστικό υποκατάστατο τών τ. μέδεα και μέζεα, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη χρήση, της λ. στην ηρωική ποίηση. Κατ' άλλους, η παραγωγή του τ. μήδεα < ρ. μήδομαι θεωρείται προφανής, ενώ η σημασιολογική απόσταση ανάμεσα στις δύο λέξεις οφείλεται σε σημασιολογική εξέλιξη της έννοιας του μήδομαι, που μπορεί να συγκριθεί με το αρχ. άνω γερμ. gimaht «δύναμη, εξουσία» και «γεννητικά μόρια» (πρβλ. και λατ. mentula «ανδρικό γεννητικό μόριο», αν συνδέεται με mens, mentis «νους»)].

Greek Monotonic

μῆδος: (Α), -εος, τό (μέδω), μόνο στον πληθ. μήδεα, συμβουλές, σχέδια, τεχνάσματα, σχέδια, σε Όμηρ.· μάχης μήδεα, τα σχέδια της μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.
μῆδος: (Β), -εος, τό, μόνο στον πληθ. μήδεα, τα ανδρικά γεννητικά όργανα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

1 only in plural μήδεα,]
counsels, plans, arts, schemes, Hom.; μάχης μ. plans of fight, Il.
2 only in plural μήδεα,]
the genitals, Od.