περίπολος

Revision as of 07:44, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

περίπολον, (περιπέλομαι)
A going the rounds, patrolling: hence, as substantive,
1 watchman, patrol, Epich.35.10, Plu.Num.16, Luc. VH2.6, etc.; π. τῶν βασιλείων Lib.Or.59.144.
2 pl., at Athens, patrol, in which ἔφηβοι (and also non-Athenians, cf. Lys.13.71 with Th.8.92) served, Ar.Av.1177, Th.4.67, 8.92; τοὺς π. ἀπιέν' εἰς τὰ φρούρια Eup.341: sg. in Aeschin.2.167.
3 generally, attendant, follower, as fem., S.Ant.1150 (lyr.).
4 π. πάσης τῆς ὑφ' ἥλιον 'globe-trotter', Him.Or.14.25, cf. Lib.Ep.168.
5 περίπολος (sc. ναῦς), ἡ, guardship, Arr.An.2.20.2.

German (Pape)

[Seite 589] herumgehend, subst. der Gefährte, Soph. Ant. 1136; bes. um Runde zu machen, zu recognosciren, Wache zu halten; daher hießen in Athen περίπολοι die jungen Bürger von 18-20 Jahren, welche die Landesgränzen zu Pferde bewachen mußten, Gränzbereiter, vgl. Ar. Av. 1177 u. Scholl. Thuc. 4, 67; ἡ περίπολος, sc. ναῦς, Wachtschiff, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne autour :
1περίπολος (γυνή) compagne;
2 οἱ περίπολοι, les éphèbes athéniens préposés pendant deux ans (de 18 à 20) à la garde des frontières.
Étymologie: περιπέλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπολος -ου, ὁ [περιπέλομαι] meestal plur. grenspatrouille; subst. ἡ περίπολος: begeleidster. Soph. Ant. 1150.

Russian (Dvoretsky)

περίπολος: I ὁ страж, воин пограничных частей, пограничник (οἱ περίπολοι набирались из афинских граждан, по достижении ими 18-летнего возраста) Thuc., Arph., Aeschin.
II ἡ (sc. γυνή) спутница Soph.

Greek (Liddell-Scott)

περίπολος: -ον, (πολέω) ὁ περιπολῶν, περιερχόμενος καὶ φρουρῶν, ἐντεῦθεν ὡς οὐσ., 1) ὡς καὶ νῦν, φρουρός, Ἐπίχ. 19. 10 Ahr., Πλουτ. Νουμ. 16, Λουκ., κλ.· ― ἐν Ἀθήναις οἱ περίπολοι ἦσαν νεαροὶ πολῖται ἡλικίας μεταξὺ 18 καὶ 20 ἐτῶν, οἵτινες ἀπετέλουν σῶμα φυλάκων: πρὸς φρούρησιν τῶν συνόρων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1176, Θουκ. 4. 67., 8. 92· τοὺς π. ἀπιέναι εἰς τὰ φρούρια Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 56· ἐν χρήσει καθ’ ἑνικ. παρ’ Αἰσχίν. 50. 32· πρβλ. περιπολέω ΙΙ. 2, περιπόλιον Ι, καὶ ἴδε Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 305. 2) καθόλου, θεράπων, ἀκόλουθος, ὡς θηλ., Ναξίαις σαῖς ἅμα περιπόλοις Σοφ. Ἀντ. 1151. 3) περίπολος (ἐξυπακ. ναῦς), ἡ, πλοῖον περιπολοῦν, περιπλέον καὶ φρουροῦν, Ἀρρ. Ἀν. 2. 20, 2. ― Κατὰ τὸ Ρητορ. Λεξ. σ. 292, 32: «περίπολος, ὁ περιπολῶν καὶ περιερχόμενος πυκνῶς τὴν χώραν καὶ περισκεπτόμενος μή τις πολέμιος εἰσβάλῃ εἰς αὐτὴν ἢ λῃστὴς ἢ κακοῦργος».

Greek Monolingual

-η, -ο / περίπολος, -ον ΝΑ περιπέλομαι·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο
2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος
φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η περίπολος
πολεμικό πλοίο το οποίο περιπολεί σε ορισμένη θαλάσσια περιοχή
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίπολοι
(στην αρχαιότητα) μικρά στρατιωτικά σώματα στα οποία υπηρετούσαν οι Αθηναίοι έφηβοι κατά τα δύο χρόνια της λεγόμενης εφηβείας και τα οποία είχαν τον χαρακτήρα της εθνοφυλακής και ήταν τοποθετημένα κυρίως στα παραμεθόρια φρούρια της Αττικής, αλλά και στις παραλίες της ή στις έξω από την Αθήνα κοινότητες, με κύριο σκοπό τους τη συνεχή περιφρούρηση της χώρας και άλλα αμυντικά έργα, προπάντων όμως τη στρατιωτική εκπαίδευση τών νεαρών πολιτών
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η περίπολος και το περίπολο
μικρό στρατιωτικό απόσπασμα το οποίο περιφέρεται με σκοπό την τήρηση της τάξης ή και την ανίχνευση σε καιρό πολέμου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. θεράπαινα, ακόλουθος («προφάνηθ' ὦ Ναξίαις σαῖς ἅμα περιπόλοις θυίαισιν», Σοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ακούραστος περιηγητής, («περίπολος πάσης τῆς ὑφ' ἥλιον», Ιμέρ. Λογ.).

Greek Monotonic

περίπολος: -ον (πολέω), αυτός που περιέρχεται, που περιπολεί· απ' όπου, ως ουσ.,
1. φύλακας ή περιπολία, σε Πλούτ. κ.λπ.· στην Αθήνα, οι περίπολοι ήταν νέοι πολίτες ανάμεσα στα 18 και τα 20 έτη, που σχημάτιζαν ένα είδος περιπολίας για να φυλάσσουν τα σύνορα, σε Αριστοφ., Θουκ.
2. γενικά, ακόλουθος, οπαδός, θιασιώτης, ως θηλ., σε Σοφ.

Middle Liddell

περί-πολος, ον, πολέω
going the rounds, patrolling: hence, as substantive,
1. a watchman, patrol, Plut., etc.:—at Athens, the περίπολοι were young citizens between 18 and 20, who formed a sort of patrol to guard the frontier, Ar., Thuc.
2. generally, an attendant, follower, as fem., Soph.

Mantoulidis Etymological

(=κινητή φρουρά). Ἀπό τό περί + πολέωπολεύω (=περιφέρομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.