αὐλή

Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ἡ,

   A open court before the house, courtyard, Il.4.433, 11.774, SIG1044.17 (Halic., iv/iii B. C.), etc.    2 steading for cattle, αὐλῆς ὑπεράλμενον Il.5.138, cf. Od.14.5.    II later, court or quadrangle, round which the house was built, Hdt.3.77, Ar.V.131, Pl.Prt.311a, etc.    III generally, court, hall, Ζηνὸς αὐ. Od.4.74, cf. Il.6.247; τὴν Διὸς αὐλήν A.Pr.122 (lyr.); αὐ. νεκύων E.Alc.260 (lyr.); court of a temple, ἱεροῦ IG22.1299.28 (Eleusis, iii B. C.), cf. ib.1126.35, LXX Ps.83(84).3; any dwelling, abode, chamber, S.Ant.946 (lyr.), etc.; of a cave, Id.Ph.153 (lyr.); ἀγρόνομοι αὐλαί homes of dwellers in the wild, Id.Ant.786 (lyr.); later, country-house, D.H.6.50.    IV ἡ αὐλή the Court, αὐλὰς θεραπεύειν Men.897, Diph.97, Com.Adesp.145, cf. Plb.5.26.9; οἱ περὶ τὴν αὐλήν the courtiers, ib.36.1, cf. OGI735.4 (ii B. C.), Inscr.Mus.Alex.31; at Rome, Arr.Epict.1.10.3; ἡ βασίλειος αὐ. Hdn.3.11.7. (Wrongly expld. as τόπος διαπνεόμενος (cf. αὐλός) by Ath.5.189b.)

Greek (Liddell-Scott)

αὐλή: ἡ, πιθαν. ἐκ τοῦ ἄημι, πνέω· διότιαὐλή ἦτο ἀνοικτὴ καὶ ἀναπεπταμένη εἰς τὸν ἀέρα, ὁ γάρ διαπνεόμενος τόπος αὐλή λέγεται Ἀθήν. 189Β): - Παρ’ Ὁμήρ. ἡ πρό τῆς οἰκίας ἀνοικτὴ αὐλή, ἔχουσα πέριξ οἰκημάτια καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Διός Ἑρκείου τὸν βωμόν οὕτως ὥστε οὐ μόνον ἦτο τὸ συνεντευκτήριον τῆς οἰκογενείας ἀλλά καὶ ἐχρησίμευεν ὡς μάνδρα διὰ τὰ κτήνη, Ἰλ. Δ. 433., Λ.774. Εἶχε δέ δύο θύρας, δηλ. τὴν ἀπό τῆς αὐλῆς φέρουσαν διὰ τῆς αἰθούσης εἰς τὸν πρόδομον, Ὁδ. Ι. 185: ὁ Ἀχιλλεύς εἶχεν αὐλήν περὶ τὴν σκηνὴν αὑτοῦ , Ἰλ. Ω. 452· ὁ θάλαμος τοῦ Τηλεμάχου ἦτο ἐν τῇ αὐλῇ, Ὀδ. Α. 425. 2) ὁ περίβολος τῆς αὐλῆς, αὐλῆς ὑπεράλμενον Ἰλ. Ε.138, πρβλ. Ὀδ. Ν.5. ΙΙ. Μεθ’ Ὅμηρον αὐλή ἦτο τὸ τετράγωνον, περί ὅ ἦτο ᾠκοδομημένη ἡ οἰκία ἔχουσα ὁλόγυρα περιστύλιον ἐξ οὗ θύραι ἦγον εἰς τὰ οἰκήματα τῶν ἀνδρῶν· ἀπέναντι δὲ τῆς αὐλείου θύρας ἦτο ἡ μέσαυλοςμέταυλος ἄγουσα εἰς τὸν γυναικῶνα, Ἡρόδ. 3. 77, Ἀριστοφ. Σφ. 131, Πλάτ. Πρωτ. 311Α,κτλ.· πρβλ. Βεκκήρου «Χαρικλέα» 1 σ. 173 κἑξ..., 182 κἑξ. ΙΙΙ. καθόλου, πᾶσα αὐλή, Ζηνός αὐλή Ὀδ. Δ. 74, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 247· τὴν Διός αὐλήν Αἰσχύλ. Πρ. 122· αὐλή νεκύων Εὐρ. Ἄλκ. 259: - πᾶσα κατοικία, ἐνδιαίτημα, οἴκημαθάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 945, κτλ.· ἐπί σπηλαίου, ὁ αὐτ. Φ. 153· ἀγρόνομοι αὐλαί, ἴδε Δινδ. εἰς Ἀντ. 785· - μεταγ. ἀγροτική οἰκία, ἔπαυλις Λατ. villa, Διον. Ἁλ. 6. 50· πρβλ. αὔλιον. IV. μεταγ. ἡ αὐλή, ἡ βασιλικὴ αὐλὴ, Λατ. aula regia, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 347, Πολύβ. 5. 26, 9· οἱ περί τὴν αὐλήν, οἱ αὐλικοί, κτλ., ὁ αὐτ. 5. 36, 1, κτλ.· πρβλ. αὐλικός.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 cour d’une maison ; p. ext. dans Hom. mur d’enceinte de la cour;
2 p. ext. résidence, demeure : Ζηνὸς αὐλή OD, Διὸς αὐλή ESCHL demeure de Zeus ; αὐλή νεκύων EUR demeure des morts ; en gén. ἐν αὐλαῖς SOPH dans la maison ; en parl. d’animaux sauvages repaire.
Étymologie: R. ἈϜ ; cf. ἄω, ἄημι.

English (Autenrieth)

ῆς: court-enclosure, court, court yard, farm-yard; the αὐλή of a mansion had gate-way, portico, stables, slave-quarters, altar, and rotunda (θόλος); see table III. An αὐλή is attributed to the cabin of Eumaeus, the swine-herd, Od. 14.5, to the tent of Achilles, Il. 24.452, and even to the cave of Polyphēmus, Od. 9.239.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1patio de una casa o palacio αὐ. εὐερκής Il.9.472, Hes.Op.732, αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν Archil.114, κεἴ τις ὄρνιθας τρέφει ... ἐν αὐλῇ Ar.Au.1085, ἡμεῖς τὴν αὐλὴν ... φυλάττομεν Ar.V.131, ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν Pl.Prt.311a, cf. Smp.212d, ᾠκοδόμησε παραπέτασμα τῆς αὐλῆς LXX 3Re.6.36b, cf. Od.6.303, Hdt.1.68, PEnteux.12re.3 (III a.C.), BGU 1222.82 (II a.C.), POxy.243.28 (I d.C.), Eu.Luc.11.21, POxy.505.5 (II d.C.)
patio cubierto αὐ. κατάστεγος Hdt.2.148
patio o atrio de un templo αὐ. τοῦ ἱεροῦ IG 22.1299.28 (Eleusis III a.C.), αὐ. ἐν τῷ ἱερῷ IC 36c.12 (III a.C.)
del recinto que rodeaba al tabernáculo αὐ. τῇ σκηνῇ LXX Ex.27.9.
2 corral, aprisco para el ganado λέων ... αὐλῆς ὑπεράλμενος Il.5.138, ὄϊες ... ἐν αὐλῇ ... ἑστήκασιν Il.4.433, αὐλὴ ὑψηλή Od.9.184, ὄιες κατ' αὐλὰς ηὐλίζοντο Theoc.25.99, αὐ. βοῶν BGU 606.5 (IV d.C.), cf. PHib.36.4 (III a.C.).
II 1palacio, morada Ζηνός Od.4.74, Διός A.Pr.122, φωνήσατ', ὦ γυναῖκες, ... αἵτ' ἐκτὸς αὐλῆς S.Tr.203, αὐ. Ἠετίωνος Hdt.5.92, ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν Pi.N.10.16, ναίεις εὐπάτειραν αὐλάν habitas la morada de un ilustre padre E.Hipp.68, Διὸς εἰς αὐλάς Ar.Pax 161, ἐξ αὐλᾶς, ὦ μᾶτερ; ¿vienes del palacio, madre? Theoc.15.60, ἐν βασιλικαῖς αὐλαῖς Vett.Val.85.13, ἔσω βασιληίδος αὐλῆς Pamprepius 1ue.19, αὐ. τοῦ ἀρχιερέως Eu.Matt.26.3, BGU 1098.1 (I a.C.), cf. Nonn.D.17.64
pretorio ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστιν Πραιτώριον Eu.Marc.15.16
habitación ἐν χαλκοδέτοις αὐλαῖς S.Ant.945
habitación o residencia de personalidades PTeb.33.8, 12 (II a.C.), SB 9252.3 (II a.C.).
2 corte αὐλὰς θεραπεύειν Men.Fr.668, εἰς αὐλὴν πάροδός τις un modo de entrar en la corte Arr.Epict.1.10.3, cf. 4, ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ αὐλῇ εἶναι UPZ 62.16 (II a.C.), cf. PLugd.Bat.20.51.12 (III a.C.), Plb.5.26.9
οἱ περὶ αὐλήν los cortesanos, SB 1566 (II a.C.), cf. τῶν περὶ αὐλὴν διαδόχων IG 12(3).1296.4 (Tera II a.C.).
3 fig. morada, lugar de habitación φοιτᾷς ... ἐν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς S.Ant.786, λέγ' αὐλὰς ποίας ... ναίει S.Ph.153, ἄγει πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾶν S.Ph.724, ἤλυθον ... σὰν ἀγρότειραν αὐλάν E.El.168, αὐ. θεῶν E.Io 185, αὐ. νεκύων E.Alc.260.
4 casa de campo, granja αὐλὰς διαρπαζομένας ὁρῶντες viendo cómo saquean nuestras granjas D.H.6.50, αὐλῆς· ἐπαύλεως Hsch., cf. prob. PFlor.81.8 (II d.C.), PGiss.32.19 (II d.C.).

• Etimología: Deriv. en -l- del tema *H2eu- que aparece en ἰαύω q.u.

English (Strong)

from the same as ἀήρ; a yard (as open to the wind); by implication, a mansion: court, (sheep-)fold, hall, palace.