απόδοση
Greek Monolingual
η (AM ἀπόδοσις) αποδίδω
1. η επιστροφή κάποιου πράγματος, επιστροφή των οφειλομένων
2. απότιση, απονομή
3. μετάφραση ή διευκρίνιση
νεοελλ.
1. ο καταλογισμός κάποιου πράγματος σε κάποιον, η αναγωγή σε κάτι
2. το να είναι κάτι αποδοτικό, η παραγωγικότητα, το κέρδος
3. πρόσοδος, εισόδημα
4. ερμηνεία ή μετάφραση ή παρουσίαση μουσικού ή θεατρικού έργου
5. (συντακτ.) το δεύτερο από τα δύο σκέλη των υποθετικών λόγων στο οποίο αναφέρεται η υπόθεση
6. εκκλ. ακολουθία που τελείται οκτώ ημέρες μετά από μεγάλη θρησκευτική γιορτή («απόδοσις της Κοιμήσεως της Θεοτόκου»)
αρχ.
1. καθορισμός, περιγραφή κάποιου πράγματος
2. γραμμ. η αναφορά λέξης σε κάποιον όρο της πρότασης.