γλιστρώ
Greek Monolingual
(-άω) (Μ γλιστρῶ, -όω και ἐγλιστρῶ, -άω)
1. παραπατώ
2. πέφτω από γλίστρημα
3. μτφ. ξεφεύγω μ' επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά»)
νεοελλ.
1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω
2. είμαι ολισθηρός
3. ξεφεύγω κατά τύχη
4. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα («έτσι που γλίστρησε αυτή, ποιός να τή συμμαζέψει»)
5. φρ. α) «φέξε μου και γλίστρησα» — ειρωνικά για εκείνους που πολύ αργά ζητούν και παίρνουν βοήθεια
β) «γλιστράει η γλώσσα του» — για άνθρωπο που εύκολα εκφράζεται συνήθως για κακό
γ) «γλιστράει σαν χέλι» — για άνθρωπο πονηρό, που κατορθώνει να αποφεύγει τις ευθύνες τών πράξεων ή τών λόγων του
6. παροιμ. «γλίστρησε ο αφέντης, βόηθα Θε μου, γλίστρησε ο δούλος, τύφλα του» — διαφορετικά αντιμετωπίζεται το ατύχημα ή το παράπτωμα του ισχυρού και του αδύνατου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκλιστρώ, με ανομοιωτική τροπή του -κ- σε -γ- (πρβλ. γλείφω-εκλείχω, γλύω -εκλύω) και σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος ε- (πρβλ. εξυπνώ -ξυπνώ). Το ρ. εκλιστρώ < λίστρον «ξυστήρας, γυαλιστήρι».
ΠΑΡ. μσν. γλιστρία
νεοελλ.
γλίστρα, γλίστρημα, γλιστριά, γλιστρίδα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αλαφρογλιστρώ, κρυφογλιστρώ, ξεγλιστρώ, φιδογλιστρώ].