διαπεραίνω

English (LSJ)

A bring to a conclusion, λόγους E.Andr.333; describe thoroughly, τι Pl.Phlb.47b, etc.; διαπέραινέ μοι tell me all, E.Andr. 1056; δ. ὁδόν Pl.Lg.625b:—Med., μορφῆς διαπεράνασθαι κρίσιν to get the trial of beauty decided, E.Hel.26; διαπεράνασθαι λόγον Pl.Phdr. 263e, etc.:—Pass., Iamb.Myst.7.4.
II traverse, pass through, λοβόν Aret.SA2.8 (cf. διαπεράω).

Spanish (DGE)

A tr.
I fís.
1 recorrer hasta el final ὁδόν Pl.Lg.625b.
2 atravesar de parte a parte, traspasar λοβόν Aret.SA 2.8, en v. pas. de murallas figuradas, Pl.Sph.261c.
II en el ámbito de las palabras
1 desde el punto de vista formal llevar a término, terminar, concluir τοὺς λόγους E.Andr.333, τὴν ἀπόκρισιν ... διαπέρανον Pl.Grg.451a, en v. med. mismo sent. λόγον Pl.Phdr.263e, Luc.Lex.1, τὸν ὕμνον Ph.2.484.
2 desde el punto de vista del contenido contar hasta el final, explicar πάντα τὰ συμβαίνοντα Pl.Phlb.47b, ‘ἀνάγκην’ ... βούλομαι διαπερᾶναι quiero explicar el sentido de ‘ἀνάγκη’ Pl.Cra.420d, c. dat. de pers. διαπέραινέ μοι cuéntame todo E.Andr.1056, en v. pas. διὰ βραχέων τἀληθὲς ... διαπερανθῆναι Iambl.Myst.7.4.
3 en v. med. ir hasta el final, decidir μορφῆς ... διαπεράνασθαι κρίσιν del juicio de Paris, E.Hel.26.
B en v. med. intr. avanzar, desarrollarse διαπεραινόμενος ὁ λόγος αὐτός a medida que se desarrolla el propio discurso Pl.Plt.264b.

German (Pape)

[Seite 594] vollenden, endigen; λόγους Eur. Andr. 333; Plat. Gorg. 510 a u. öfter; ἀπόκρισιν ibd. 451 a; ὁδόν Legg. I, 625 b; bes. = vollständig erzählen, Eur. Andr. 1057; παθήματα Plat. Phil. 52 b, u. öfter. Auch med., eben so, λόγον Plat. Phaedr. 263 e, u. öfter; σελήνη ἐν μηνὶ τὸν ἑαυτῆς διαπεραίνεται κύκλον Arist. mund. 6. – Διαπεραντέον, man muß vollenden, Plat. Legg. IV, 715 e.

French (Bailly abrégé)

1 mener à terme;
2 exposer ou raconter jusqu'au bout.
Étymologie: διά, περαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-περαίνω afmaken, afronden, voltooien:; λόγους ons gesprek Eur. Andr. 333; (tot het einde) afleggen:; τὴν ὁδὸν ἅπασαν de weg in zijn geheel Plat. Lg. 625d; med. ook gedaan krijgen:. διαπερανεσθαι μορφῆς... κρίσιν een oordeel over hun schoonheid tot stand brengen Eur. Hel. 26. uitbr. (volledig) doorlopen, behandelen, vertellen; τὰ συμβαίνοντα wat er gebeurt Plat. Phlb. 47b; abs.: διαπέραινέ μοι ga door met je verslag, alsjeblieft Eur. Andr. 1056.

Russian (Dvoretsky)

διαπεραίνω: тж. med. доводить до конца, заканчивать, завершать (ὁδόν Plat.): φέρε δὴ διαπεράνωμεν λόγους Eur. давай окончим этот разговор; τὴν ἀπόκρισιν, ἣν ἠρόμην, διαπέρανον Plat. заканчивай ответ на поставленный мной вопрос; διαπεράνασθαι κρίσιν τινός Eur. услышать (наконец) суждение о чем-л.; τὸν ἑαυτοῦ δ. κύκλον Arst. совершать оборот вокруг своей оси.

Greek Monolingual

(AM διαπεραίνω) περαίνω
αρχ.-μσν.
διασχίζω κάποιο μέρος και φτάνω κάπου
αρχ.
1. περατώνω, φέρω σε πέρας, αποτελειώνω
2. διηγούμαι μέχρι τέλους
3. περιγράφω επακριβώς
4. (-ομαι) αποφασίζω.

Greek Monotonic

διαπεραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, καταλήγω σε συμπέρασμα, συζητώ διεξοδικά, διέρχομαι ενδελεχώς, συζητώ συνολικά και σφαιρικά, σε Ευρ.· διαπέραινέ μοι, διηγήσου μου τα πάντα, στον ίδ. — Μέσ., διαπεράνασθαι κρίσιν, αποφασίζω για ένα ζήτημα, το φέρνω εις πέρας, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, περατῶ, Εὐρ. Ἀνδρ. 333, Πλάτ. Φιλ. 47Β, κτλ.· διαπέραινέ μοι, διηγοῦ μοι πάντα μέχρι τέλους, Εὐρ. Ἀνδρ. 1056· δ. ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 625Β· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ, διαπεράνασθαι κρίσιν, ἀποφασίζω περί τινος ζητήματος, φέρω αὐτὸ εἰς πέρας, Εὐρ. Ἑλ. 26· διαπεραίνεσθαι λόγον Πλάτ. Φαίδρ. 263Ε, κτλ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to bring to a conclusion, discuss thoroughly, Eur.; διαπέραινέ μοι tell me all, Eur.:— Mid., διαπεράνασθαι κρίσιν to get a question decided, Eur.