προνέμω

English (LSJ)

A assign beforehand, τινί τι Pi.I.8(7).18; καθαρὰς χεῖρας π. present unspotted hands, A.Eu.313 (anap.).
II Med., go forward in grazing: hence, gain ground, spread, π. Ἄρης S.El.1384 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 735] (s. νέμω), voraus, vorher teilen, zuteilen; Αἰγίνᾳ χαρίτων ἄωτον προνέμειν, Pind. I. 7, 16, – χεῖρας προνέμειν, bei Aesch. Eum. 303, muß, wenn die Lesart richtig ist, »ausstrecken« bedeuten. – Med. eigtl. vorwärts weiden, Fortschritte machen, um sich greifen, Soph. El. 1376.

French (Bailly abrégé)

tendre en avant, acc.;
Moy. προνέμομαι paître en s'avançant., càd s'avancer à mesure qu'on paît ; fig. s'avancer.
Étymologie: πρό, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-νέμω act. (~ νόμος) vooruit houden:. τὸν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντ (α) wie schone handen kan tonen Aeschl. Eum. 313 (tekst onzeker). van tevoren toewijzen, met acc. en dat.. Pind. med. (~ νομός) grazend voorwaarts gaan; overdr.. προνέμεται... Ἄρης Ares woedt voort Soph. El. 1384.

Russian (Dvoretsky)

προνέμω:
1 уделять, давать в удел (Αἰγίνᾳ τι Pind.);
2 простирать, протягивать (χεῖρας Aesch.);
3 med. устремляться вперед (Ἄρης προνέμεται Soph.).

English (Slater)

προνέμω make first offering of c. acc. & dat. χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (I. 8.16)

Greek Monolingual

Α νέμω
1. απονέμω, διανέμω κάτι σε κάποιον εκ τών προτέρων
2. μέσ. προνέμομαι
α) εξακολουθώ να βόσκω
β) προχωρώ, προοδεύω
γ) (για πόλεμο) επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι («ἴδεθ' ὅποι προνέμεται τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.).

Greek Monotonic

προνέμω: μέλ. -νεμῶ,
I. παραχωρώ, απονέμω εκ των προτέρων, τί τινι, σε Πίνδ.· καθαρὰς χεῖρας προνέμω, παρουσιάζω, έχω ακηλίδωτα χέρια, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., βαδίζω μπροστά για βοσκή, απ' όπου, κερδίζω έδαφος, βαίνω προς τα εμπρός, λέγεται για πόλεμο κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

προνέμω: ἀπονέμω προηγουμένως, τινί τι Πινδ. Ι. 8. 37· καθαρὰς χεῖρας πρ., παρουσιάζω ἀμώμους χεῖρας, Αἰσχύλ. Εὐμ. 313. ΙΙ. Μέσ., προχωρῶ βοσκόμενος· ὅθεν, προβαίνω, ἐκτείνομαι, ἐπὶ πολέμου, Σοφ. Ἠλ. 1384. ― Παθ. ἐπινέμω.

Middle Liddell

fut. -νεμῶ
I. to assign beforehand, τί τινι Pind.; καθαρὰς χεῖρας πρ. to present unspotted hands, Aesch.
II. Mid. to go forward in grazing: hence to gain ground, creep onward, of war, etc.