σχοινί

Greek Monolingual

σχοινί, το / σχοινίον, ΝΜΑ, και σκοινί Ν
σύστρεμμα από ίνες σχοίνου, κάνναβης ή λιναριού ή και άλλων υλών με πάμπολλες χρήσεις
νεοελλ.
1. τεχνολ. σύνολο ινών ή συρμάτων συμπυκνωμένων με συστροφή ή διάπλεξη σε επιμήκη, εύκαμπτη γραμμή, αλλ. συρματόσχοινο
2. (για κυκλικό χορό) ένας γύρος («τον έφερε ένα σκοινί τον χορό»)
3. στον πληθ. τα σχοινιά
(παλαιότερα) όργανο για την κατεργασία ή για το στοίβαγμα του τριχώματος της κατσίκας αποτελούμενο από τρία ή τέσσερα σχοινιά δεμένα στο ένα τους άκρο κατά μήκος ξύλινου πήχη ενώ στο άλλο τους άκρο ήταν ενωμένα με αυτόν τον πήχη, με τον οποίο ο στοιβαχτής τά κινούσε πάνω κάτω χτυπώντας το τρίχωμα στο δάπεδο
4. φρ. α) «του σχοινιού και του παλουκιού» — άνθρωπος διεφθαρμένος, εξώλης και προώλης, ικανός για το καθετί
β) «το πήρε σκοινί κορδόνιγαϊτάνι]» — επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια
γ) «του πέρασε το σκοινί στον λαιμό» — τον πίεσε ή τον εξεβίασε με βάναυσο τρόπο
δ) «δεν του δίνει σκοινί να κρεμαστεί» — λέγεται για εκείνους που, αγανακτισμένοι, απορρίπτουν αίτημα ανάξιου προσώπου
ε) «το παρατράβηξε το σχοινί» — ξεπέρασε τα όρια
στ) «δερμάτινο σχοινί» — σχοινί από δερμάτινες λωρίδες που χρησιμοποιείται κυρίως στα οιακόσχοινα
ζ) «σχοινί έντριτο» βλ. έντριτος
η) «σχοινί εντέταρτο» — βλ. εντέταρτο
5. παροιμ. α) «το σχοινί το μαλακό τρώει την πέτρα την ξερή» — με την υπομονή και τη συνεχή εργασία μπορεί να πραγματοποιήσει κανείς πολύ δυσχερή έργα
β) «του χωριάτη το σκοινί μονό δεν φτάνει, διπλό του περισσεύει» — λέγεται για όσους δεν ικανοποιούνται με τίποτε, για τους ανικανοποίητους
γ) «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί» — βλ. κρεμώ
αρχ.
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σχοίνος
2. είδος μετρικής μονάδας, το πεντάσχοινον
3. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο και, κατ' επέκτ., τμήμα γης καταμετρημένο με αυτόν τον τρόπο, μερίδιο, κλήρος
4. ζωστήρας, ζώνη
5. μήκος εκατό ωλενών, η πλευρά μιας αρούρης
6. (στην κωμωδία) το ανδρικό μόριο
7. μτφ. αδιάκοπη σειρά, αλυσίδα («λύειν σχοινίον μεριμνᾱν», Πίνδ.)
8. φρ. α) «σχοινίον βοτρύων» — ορμαθός σταφυλιών δεμένος με σχοινί, σχοινιά (Αριστε.)
β) «σχοινίον μεμιλτωμένον» — σχοινί βαμμένο με κόκκινο χρώμα (Αριστοφ.)
9. παροιμ. «ἐκ τῆς ψάμμου σχοινίον πλέκειν» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούσαν κάτι το απραγματοποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του σχοῖνος «είδος φυτού με μακρύ βλαστό, καλάμι». Ο νεοελλ. τ. σκοινί < σχοινί(ον) με τροπή του διαρκούς -χ- σε κλειστό -κ- (πρβλ. σχίζω: σκίζω)].