σύμβαση

Greek Monolingual

η / σύμβασις, -άσεως, ΝΜΑ συμβαίνω
συμφωνία που καταρτίζεται με την ομόφωνη βούληση δύο ή περισσότερων προσώπων τα οποία εκπροσωπούν αντίστοιχα συμφέροντα (α. «σύμβαση μεταφοράς» β. «συμβάσιες... οὐκ ἐθέλουσι ἐμμένειν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. μτφ. συνθήκη, τύπος, τυπικότητα, συνήθεια που έχει καθιερωθεί από την παράδοση, χωρίς να έχει αντιστοιχία με τη ζωντανή πραγματικότητα («κοινωνικές συμβάσεις»)
2. (νομ.) διμερής ή πολυμερής δικαιοπραξία και ειδικότερα η πρόταση και αποδοχή δήλωσης βουλήσεως με σκοπό τη νόμιμη ικανοποίηση αντιπαρατιθέμενων με τις δηλώσεις αυτές συμφερόντων
3. φρ. α) «σύμβαση ανοικοδόμησης με αντιπαροχή»
(νομ.) σύμβαση έργου μεταξύ κυρίου γης και επιχειρηματία οικοδόμου κατά το περιεχόμενο της οποίας ο κύριος παρέχει στον επιχειρηματία τη γη για την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής, την οποία ο επιχειρηματίας οικοδομεί με δικές του δαπάνες και αντιπαρέχει στον κύριο της γης ποσοστό του έργου που έχει συντελεστεί, το οποίο αντιστοιχεί σε μία ή περισσότερες οριζόντιες ιδιοκτησίες
β) «σύμβαση ασφαλιστική»
(νομ.) η μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλιζομένου σύμβαση κάλυψης μελλοντικού κινδύνου
γ) «σύμβαση εκδοτική»
(νομ.) μικτή σύμβαση τεχνικού πολλαπλασιασμού και εκμετάλλευσης πνευματικού έργου
δ) «σύμβαση εργασίας»
(εργ. δίκ.) σύμβαση με την οποία ο εργαζόμενος υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο στον εργοδότη και ο τελευταίος υποχρεούται να του καταβάλλει τον συμφωνημένο ή τον ειθισμένο μισθό
ε) «σύμβαση έργου»
(αστ. δίκ.) η μεταξύ εργοδότη και εργολάβου σύμβαση
στ) «σύμβαση μεταφοράς» — βλ. μεταφορά
ζ) «συλλογική σύμβαση εργασίας»
(νομ.) βλ. συλλογικός
μσν.
1. ομόφωνη απόφαση
2. συνδυασμός ιδεών, απόψεων, δοξασιών
3. σαρκική, σεξουαλική ένωση
μσν.-αρχ.
1. συμφιλίωση, συνδιαλλαγή («δὸς σύμβασιν τέκνοις», Ευρ.)
2. απροσδόκητο, συνήθως δυσάρεστο, συμβάν
αρχ.
1. η κίνηση του ενός ποδιού προς το άλλο κατά το βάδισμα
2. η αρμογή τών πλευρών
3. σύμπτωση γνωμών, ομοφωνία.