φοίνιξ

German (Pape)

[Seite 1296] ικος, ὁ (s. nom. pr.), 1) der Purpur, die Purpurfarbe, weil die Erfindung und der früheste Gebrauch des Purpurs den Phöniciern zugeschrieben wurde; Il. 4, 141. 6, 219 Od. 23, 201 u. sonst; übh. die Röthe, τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικα Eur. Phoen. 1495. – 2) die Palme, der Palmbaum; Od. 6, 163; h. Apoll. 117; φοίνικος ἔρνος Pind. frg. 45; Eur. Hec. 458 I. T. 1099. Man unterscheidet die männliche und die weibliche Palme, ὁ φοίνιξ ἔρσην u. ἡ φοίνιξ βαλανηφόρος, Her. 1, 193; doch steht auch für letztere oft ὁ φοίνιξ, vgl. 4, 172. 182. 183, Xen. An. 2, 3,14 ff. – Auch die Palmfrucht, die Dattel, bes. Sp. – 3) ein von den Phöniciern erfundenes musikalisches Instrument, Her. 4, 192, Ath. 637 b, auch φοινίκιον. – 4) der ägyptische Wundervogel Phönix, Hes. frg. 50, 4, Her. 2, 73. – 5) eine Grasart, auch ῥοῦς u. ἀγχίνωψ genannt, Diosc. – 6) als adj., purpurroth; bei Hom. Il. 23, 454 von der Farbe eines röthlich braunen Pferdes; von der Farbe des Feuers, φοίνιξ πυρὸς πνοά Eur. Troad. 832; dazu das bes. fem. φοίνισσα, s. unten. – [Ι ist in den dreisylbigen Casus immer lang, im Nominativ aber betrachteten manche Grammatiker diese Länge nur als Positionslänge und accentuirten deshalb φοῖνιξ, s. Schäf. Hes. O. 69 und zu Soph. Phil. 562.]

French (Bailly abrégé)

φοίνισσα;
v. φοῖνιξ¹.

English (Slater)

φοίνιξ, -ισσα
   a Phoenician, Carthaginian ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς (a coalition of Carthaginians and Etruscans was defeated by Hieron's navy off Cumae 474/3 B. C.) (P. 1.72) τόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται (P. 2.67)
   b red πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων (P. 4.205)

Greek Monolingual

(I)
-οίνικος, ό, και τ. επιθ. θηλ. φοίνισσα, Α
1. βαθυκόκκινο, πορφυρό χρώμα που παρασκεύαζαν οι Φοίνικες από ορισμένα κοχύλια και το οποίο χρησιμοποιούσαν στην υφαντουργία («ζωστῆρα... φοίνικι φαεινόν», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) ερυθρότητα
3. είδος ψαριού
4. ως επίθ. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός (α. «ταῦροι... φοίνικες», Θεόκρ.
β. «πυρὸς φοίνικι πνοᾷ», Ευρ.
γ. «φοίνισσα... φλόξ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φοῖνιξ πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. φοινός «κόκκινος» και ερμηνεύεται, κατά μία άποψη, ως παρ. του επιθ. αυτού με το σπάνιο επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. κίλιξ, πέρδιξ), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ως σύνθ. με β' συνθετικό το θ. ә3ekw- / -ә3kw- ὄπωπα (πρβλ. αἰθός: Αἴθιξ). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολόγηση του τ. φοῖνιξ, αρχική σημ. της λ. πρέπει να είναι η σημ. «κόκκινος, πυρρόξανθος», άποψη που ενισχύεται και από άλλα δεδομένα, όπως η σημ. του μυκηναϊκού τ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος» (βλ. λ. φοινίκιος [Ι]) και του τ. φοινικοπάρηος «(για πλοία) αυτός που έχει κόκκινες, βαμμένες με πορφυρό χρώμα τις δύο πλευρές της πλώρης», αλλά και η ονομ. Φοῖνιξ ενός ποταμού κοντά στις Θερμοπύλες με κοκκινωπά νερά λόγω του σιδήρου που περιέχουν. Στη συνέχεια η λ. φοῖνιξ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το πορφυρό χρώμα. Τέλος, από τον τ. φοῖνιξ προήλθε και το κύριο όν. Φοῖνιξ, του παιδαγωγού του Αχιλλέως, ο οποίος ονομάστηκε έτσι από το κόκκινο χρώμα τών μαλλιών του ή από το κοκκινισμένο από τον ήλιο δέρμα του].
(II)
-ικος, ὁ, Α
είδος μουσικού οργάνου φοινικικής προέλευσης, που πιθανώς είχε το σχήμα κιθάρας και κατασκευαζόταν από ξύλο φοίνικα της Δήλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είδος μουσικού οργάνου ξενικής μάλλον προέλευσης, φοινικικής κατά μία άποψη, οπότε δικαιολογείται και η προέλευση της ονομασίας του από το όν. Φοῖνιξ. Η άποψη ότι το όργανο ονομάστηκε έτσι επειδή οι λαβές του ήταν κατασκευασμένες από ξύλο φοίνικα της Δήλου (βλ. λ. φοίνικας [Ι]) προσκρούει στη μαρτυρία του Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία οι λαβές αυτές κατασκευάζονταν από κέρατα ζώων].
(III)
-οίνικος, ὁ, ΜΑ
βλ. φοίνικας (Ι).
(IV)
-οίνικος, ὁ, Α
βλ. φοίνικας (II).