χειρουργέω
English (LSJ)
A do with the hand, execute, διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα Antipho 1.20; especially of acts of violence, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Th.8.69, cf. Aeschin.2.117.
2 make by hand, build, οἰκοδομίαν Ael.NA3.24:—Pass., πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Pl.Criti.117c.
b use as material, work in, ἐλέφαντα cj. in Ael.NA17.32.
3 practise an art, especially of music, ᾄδοντές τε καὶ χειρουργοῦντες Arist.Pol.1340b20, cf. 1342a3, Iamb.Comm.Math.26; produce by art, of hatching eggs by artificial means, D.S.1.74:—Pass., to be highly cultivated, of vines, ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας Id.3.62; to be dressed, of meats, Megasth.28.
4 of surgeons, operate, Hp.Flat.1, Plu.2.71a, Gal.2.228: c. acc., operate upon, Sor. 1.4, Artem.4.2:—Pass., ὁ χειρουργηθεὶς ἄνθρωπος Gal.10.943.
5 masturbate, D.L.6.46.
German (Pape)
[Seite 1347] mit der Hand thun; νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο, εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Thuc. 8, 69; im Gegensatz von βουλεύειν, Aesch. 2, 117; handhaben, behandeln, Antiph. 1, 20 u. Sp.; bauen, πολλοὶ δὲ κῆποι καὶ πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Plat. Critia. 117 c; selbst, ohne fremde Hülfe handeln, s. Lob. Phryn. p. 120; vom Wundarzt, operiren, Sp.
French (Bailly abrégé)
χειρουργῶ :
travailler avec la main, d'où
1 faire un travail manuel, exercer un métier, pratiquer un art : οἱ χειρουργοῦντες ÉL les artisans ou les artistes;
2 faire une opération, opérer t. de chirurg.
3 préparer, fabriquer ; construire, confectionner;
4 manier, particul. jouer d'un instrument;
5 maltraiter, user de violence envers;
6 agir, mettre en exécution, accomplir.
Étymologie: χειρουργός.
Russian (Dvoretsky)
χειρουργέω:
1 заниматься ручным трудом: οἱ χειρουργοῦντες Arst. ремесленники;
2 делать, устраивать, строить (ἱερὰ καὶ γυμνάσια Plat.): εἴ τί που δέοι χ. Thuc. на случай необходимости что-л. сделать;
3 обрабатывать (αἱ ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργούμεναι ἄμπελοι Diod.);
4 действовать (οἱ χειρουργήσαντες καὶ βουλεύσαντες Aeschin.);
5 заниматься врачебными операциями (οἱ χειρουργοῦντες ἰατροί Plut.);
6 играть на музыкальном инструменте (ᾄδοντες τε καὶ χειρουργοῦντες Arst.);
7 мастурбировать Diog. L.
Greek Monolingual
χειρουργῶ, χειρουργέω, ΝΜΑ χειρουργός
εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση
αρχ.
1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)
2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν», Θουκ.)
3. φτειάχνω με τα χέρια μου, κτίζω
4. ασκώ μια τέχνη
5. παίζω ένα μουσικό όργανο
6. παράγω με τεχνικά μέσα («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῦν
τες», Διόδ.)
7. αυνανίζομαι
8. (το παθ.) χειρουργοῦμαι, χειρουργέομαι
(για τόπο) α) καλλιεργούμαι εντατικά
β) (για φαγητό) παρασκευάζομαι με μεγάλη μαγειρική επιδεξιότητα.
Greek (Liddell-Scott)
χειρουργέω: (*ἔργω) ἐκτελῶ διὰ τῆς χειρός, κατεργάζομαι, δίδω διὰ τῆς χειρός μου δηλητήριον καὶ δηλητηριάζω τινά, ἡ μὲν διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα ἔχει τὰ ἐπίχειρα ὧν ἀξία ἦν Ἀντιφ. 113. 34 (σελὶς 8 ἔκδ. Blass)· μάλιστα ἐπὶ πράξεων βίας, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Θουκυδ. 8. 69, πρβλ. Αἰσχίν. 43. 30, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 120. 2) κατασκευάζω διὰ τῆς χειρός, κτίζω, πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Πλάτ. Κριτί. 117C. 3) ἔχω ἐν χερσί, ασκῶ πρακτικῶς, ἔτι καὶ ἐπὶ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 1, καὶ 7. 3· ― παράγω διὰ τέχνης, διὰ τεχνικῶν μέσων, οἷον ἐπὶ τῆς τεχνικῆς ἐκκολάψεως τῶν ᾠῶν, Διόδ. 1. 74. ― Παθ., μεγάλης καλλιεργίας τυγχάνω, ἐπὶ γαιῶν, ὁ αὐτ. 3. 62· παρασκευάζομαι, μαγειρεύομαι ἐντέχνως, ἐπὶ ἐδεσμάτων, Ἀθήν. 153Ε. 4) ἐπὶ χειρουργοῦ, ἐκτελῶ ἐγχείρησιν, Ἱππ. 295. 52, Γαλην., κλπ. 5) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., Διογέν. Λαέρτ. 6. 46.
Greek Monotonic
χειρουργέω: (χειρουργός)·
1. κάνω κάτι με τα χέρια, εκτελώ, ιδίως, λέγεται για πράξεις βίας, σε Θουκ., Αισχίν.
2. έχω στο χέρι, ασκώ πρακτικώς, σε Αριστ.
Middle Liddell
χειρουργέω, χειρουργός
1. to do with the hand, execute, especially of acts of violence, Thuc., Aeschin.
2. to have in hand, pursue practically, Arist.
Lexicon Thucydideum
Translations
masturbate
Afrikaans: masturbeer; Albanian: masturbohem; Arabic: اِسْتَمْنَى, مَارَسَ الْعَادَة السِّرِّيَّة; Armenian: մաստուրբացիայով զբաղվել; Azerbaijani: onanizm etmək; Basque: masturbatu; Belarusian: мастурбаваць, анані́раваць; Bengali: হাত মারা, হস্তমৈথুন করা; Bikol Central: salsal; Bulgarian: мастурбирам, онанирам or; Catalan: masturbar-se; Cebuano: lulu, jakol; Chinese Cantonese: 打飛機, 打飞机, 手淫; Mandarin: 手淫, 自慰, 打手槍, 打手枪; Czech: masturbovat, onanovat; Danish: masturbere, onanere; Dutch: masturberen; English: bash one out, bash the bishop, beat off, beat one's meat, beat the meat, choke the chicken, diddle, fap, flick the bean, flog the dolphin, flog the dong, flog the log, frig, have fun with Dick and Jane, jack it, jack off, jerk off, jill, jill off, knock one off, knock one out, mastuprate, masturbate, play pocket pool, play with oneself, pleasure oneself, polish the pole, pull one's pud, rub one out, service oneself, skeet, slap the salami, spank the monkey, stroke it, tickle the sausage, toss, toss off, wank, wank off, whack off; Esperanto: masturbi, sinmasturbi; Estonian: masturbeerima, ennast rahuldama, eneserahuldamisega tegelema; Faroese: fleyga sær, onanera; Finnish: tyydyttää itsensä, harjoittaa itsetyydytystä, masturboida, itsetyydyttää; French: masturber; German: masturbieren, sich befriedigen, selbstbefriedigen, onanieren, sich einen runterholen, wichsen; Greek: αυνανίζομαι, μαλακίζομαι, τραβάω μαλακία, τραβώ μαλακία, την παίζω, τον παίζω; Ancient Greek: ἀναφλάω, ἀποδέφομαι, ἀποτρίβεσθαι, ἀποτρίβομαι, ἀποτυλόω, δέφομαι, δέφω ἑαυτόν, λέπομαι, ξύομαι, φλάω, χειρουργέω; Hebrew: אוֹנֵן; Hindi: हस्तमैथुन करना, मुठ मारना, मूठ मारना, हिलाना; Hungarian: maszturbál; Icelandic: runka, fróa sér; Indonesian: merancap, onani, masturbasi; Italian: masturbare, masturbarsi; Japanese: オナニーする, オナる, マスターベーションする, マスをかく, シコる, 抜く, 扱く; Jarai: ñăr; Khmer: បញ្ឆាច់; Korean: 자위행위를 하다, 수음하다, 마스터베이션을 하다, 자위하다; Latin: masturbor, glubo; Latvian: masturbēt; Lithuanian: masturbuoti; Low German Dutch Low Saxon: masturberen; Macedonian: мастурбира, онанира or; Malay: lancap, rancap; Maori: tītoitoi, pīkoikoi; Nepali: छोल्नु; Norwegian: masturbere; Bokmål: onanere; Nynorsk: masturbera, onanera, runka; Odia: ମୁଠି ମାରିବା, ହସ୍ତ ମୈଥୁନ; Persian: جلق زدن, استمنا کردن; Polish: masturbować się, onanizować się, uprawiać ipsację, walić gruchę; Portuguese: masturbar-se, masturbar; Romanian: masturba; Russian: мастурбировать, онанировать, дрочить; Sanskrit: हस्तमैथुनम् करोति; Scottish Gaelic: brod; Serbo-Croatian Cyrillic: мастурбирати, самозадовољавати се; Roman: masturbírati, samozadovoljávati se; Sicilian: minàrisi, minarisilla; Slovak: masturbovať, onanovať, ukájať; Slovene: masturbirati; Spanish: masturbarse, masturbar; Swedish: onanera, masturbera, runka, klittra, pulla; Tagalog: salsal, jakol; Tajik: истимно кардан, ҷалқ задан; Thai: ช่วยตัวเอง; Tibetan: འདག་བརྒྱབ; Turkish: mastürbasyon yapmak, siftinmek; Ukrainian: мастурбувати, онаніювати; Urdu: مٹھ مارنا; Uzbek: onanizm qilmoq; Vietnamese: thủ dâm, tự sướng, quay tay; Welsh: mastwrbeiddio, onanu; West Frisian: masturbearje
operate (as a surgeon)
Bulgarian: оперирам; Chinese Mandarin: 動手術, 动手术; Esperanto: operacii; Finnish: leikata, operoida; French: opérer; German: operieren; Greek: χειρουργώ, κάνω εγχείρηση; Ancient Greek: χειρουργέω; Hebrew: נִתֵּחַ; Hungarian: operál, műt; Italian: operare; Khmer: វះកាត់; Maori: tapahi, poka, hāparapara; Portuguese: operar; Russian: оперировать; Spanish: operar; Thai: ผ่าตัด; Ukrainian: оперувати