ἀνεπιστήμων
English (LSJ)
Dor. ἀνεπιστάμων Archyt.3, ον, gen. ονος,
A ignorant, unskilful, Hdt.9.62, Th.7.67, etc.; νῆες ἀνεπιστήμονες = ships with unskilful crews, opp. ἔμπειροι, Id.2.89: so μηδὲν ἀνεπιστῆμον ἐᾶν leave no part untrained, Pl.Lg.795c; ἀνεπιστήμων τινός or περί τινος unskilled in a thing, Hp.VM1, Pl.Prt.350b, Tht.202c: c. inf., not knowing how to do a thing, X.Mem.2.3.7: foll. by relat., ἀνεπιστήμων ὅτι .. not knowing that... Th.5.111; ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται Id.3.112. Adv. ἀνεπιστημόνως = without knowing Pl.Lg.636e, X. Cyn.3.11, etc.
II without knowledge, unintelligent, Pl.R.350b, etc.; ἡ δ' ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς ἑτέρης less intelligent, Hdt.2.21.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. -άμων Archyt.B 3
• Morfología: [gen. -ονος]
I 1pers. ignorante, inexperto abs. ἄνοπλοι δὲ ἐόντες καὶ πρὸς ἀνεπιστήμονες ἦσαν teniendo mal armamento eran además inexpertos en el arte militar Hdt.9.62, cf. Th.7.67, Pl.R.350a, X.Mem.2.3.7, Arist.EN 1180b17, Ph.1.242
•de ahí νῆες ἀνεπιστήμονες naves con tripulación inexperta Th.2.89
•de los miembros de un cuerpo μηδὲν ἀργὸν ... μηδὲ ἀνεπιστῆμον ἐᾶν εἶναι no dejar que ninguno esté inactivo ni sin entrenamiento Pl.Lg.795c
•desconocedor c. gen. ὧν ἀ. ἦσθα Archyt.l.c., ἰητρικῆς Hp.VM 1, πάντων τούτων Pl.Prt.350b, τοῦ ἐγρηγορέναι Arist.GA 779a19, θεοῦ δυνάμεως Ph.2.254
•c. περὶ más gen. περὶ τούτου Pl.Tht.202c
•c. inf. ἀνεπιστήμων ... ἀδελφῷ χρῆσθαι X.Mem.2.3.8
•c. complet. ὅτι οὐδ' ... ἀπεχώρησαν Th.5.111, ὅπῃ τράπωνται Th.3.112.
2 no científico ἡ δ' ἑτέρη (γνώμη) ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης la segunda (opinión) es menos científica que la mencionada Hdt.2.21.
3 subst. τὸ ἀνεπιστῆμον = ignorancia Arist.Top.147a19.
II adv. ἀνεπιστημόνως = a la ligera Pl.Lg.636e
•en forma inexperta ἠγμέναι ἀ. X.Cyn.3.11.
German (Pape)
[Seite 225] ον, unwissend, Her. 9, 62; Thuc. 5, 111; ναῦς, den ἔμπειροι u. ἄμεινον πλέουσαι entgeggstzt, 2, 89; öfter Plat., τινός. Prot. 350 b; περί τινος, Theaet. 202 c; ὁδός, unwissenschaftlich, Her. 2, 21; mit dem inf., Xen. Mem. 2, 3, 7. – Adv., ἀνεπιστημόνως ζῆν Plat. Legg. I, 636 e.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
ignorant, malhabile ; en parl. de choses νῆες ἀνεπιστήμονες THC navires avec des équipages mal exercés.
Étymologie: ἀ, ἐπιστήμων.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιστήμων: 2, gen. ονος
1 незнающий, несведущий (τινός и περί τινος Plat.): τῶν ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται Thuc. так как они не знали, куда повернуться; ἀ. ὁδὸς περί τινος Her. невежественный способ объяснения чего-л.;
2 не умеющий, неопытный (χρῆσθαί τινι Xen.): ναῦς ἀ. Thuc. корабль с необученным экипажем.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιστήμων: -ον, γεν, ονος, ὁ μὴ ἐπιστάμενος, ἀμαθής, ἄπειρος, ἀνεπιτήδειος, Ἡρόδ. 9. 62, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, καὶ ἀνεπιστήμονες ἔτι ὄντες, καίτοι ἄπειροι ἔτι ὄντες, Θουκ. 7. 67, κτλ.· ὁρῶ γὰρ ὅτι πρὸς πολλὰς ναῦς ἀνεπιστήμονας ὀλίγαις ναυσὶν ἐμπείροις ... ἡ στενοχωρία οὐ ξυμφέρει, διότι βλέπω, ὅτι δὲν συμφέρει νὰ ναυμαχήσῃ τις εἰς μέρος στενόχωρον μὲ ὀλίγα πλοῖα, καίπερ ἔχοντα ἐξησκημένα πληρώματα, πρὸς πολλὰ μὲ πληρώματα μὴ ἐξησκημένα, ὁ αὐτ. 2. 89· οὕτω περὶ μελῶν τοῦ σώματος, μηδὲν ἀργὸν τούτων μηδὲ ἀνεπιστῆμον ἐᾶν εἶναι, μηδὲν ἐᾶν ἀγύμναστον, Πλάτ. Νόμ. 795C: - ἀνεπιστήμων τινὸς ἢ περί τινος, ἄπειρος, μὴ ἔχων ἐμπειρίαν πράγματός τινος, ὁ αὐτ. Πρωτ. 350Β, Θεαίτ. 202C: - ἀνεπ- μετ’ ἀπαρεμ., ὁ μὴ ἐπιστάμενος χρῆσθαί τινι, ἀδαής, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 7: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, οὐκ ἀνεπιστήμοσιν ὅτι = ἐπισταμένοις ὅτι, Θουκ. 5.111· ἀπείρων καὶ ἀνεπιστημόνων ὅπῃ τράπωνται, καὶ μὴ εἰδότων, ὁ αὐτ. 3. 112: - Ἐπίρρ. ἀνεπιστημόνως Πλάτ. Νόμ. 636Ε, Ξεν. Κυν. 3, 11. ΙΙ. ὁ ἄνευ ἐπιστημονικῆς μορφώσεως, Πλάτ. Πολ. 350Β, κτλ.· ἡ δ’ ἑτέρη [γνώμη] ἀνεπιστημονεστέρη μέν ἐστι τῆς λελεγμένης, ἀλογωτέρα, Ἡρόδ. 2. 21.
Greek Monolingual
ἀνεπιστήμων, -ον (Α)
1. αμαθής, άπειρος, αδαής
2. ο χωρίς επιστημονική μόρφωση
3. (για μέλος του σώματος) ανάσκητος, αγύμναστος.
Greek Monotonic
ἀνεπιστήμων: -ον, γεν. -ονος,
I. αδαής, αυτός που έχει άγνοια, ανεπιτήδειος, ανίκανος, σε Ηρόδ., Θουκ.· νῆεςἀνεπιστήμονες, πλοία με μη έμπειρο πλήρωμα, σε Θουκ.· με γεν. πράγμ., μη εκπαιδευμένος σε κάτι, σε Πλάτ.· με απαρ., αυτός που δεν γνωρίζει να πράξει κάτι, σε Ξεν.
II. αυτός που δεν έχει γνώση, μη οξυδερκής, άμυαλος· συγκρ. ἀνεπιστημονέστερος, λιγότερο οξύνους, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
I. not knowing, ignorant, unskilful, Hdt., Thuc.; ναῦς ἀνεπιστήμονες ships with unskilful crews, Thuc.;—c. gen. rei, unskilled in a thing, Plat.; c. inf. not knowing how to do a thing, Xen.
II. without knowledge, unintelligent: comp. ἀνεπιστημονέστερος less intelligent, Hdt.
English (Woodhouse)
inexperienced, unversed in, ignorant of, inexperienced in, inexperieneed person, unaccustomed to, unacquainted with, unfamiliar with
Lexicon Thucydideum
imperitus, inexperienced, 2.89.8, 7.67.1,
ignarus, ignorant, 3.112.6, 5.111.1.
Translations
ignorant
Albanian: injorant; Arabic: جَاهِل; Egyptian Arabic: جاهل; Hijazi Arabic: جاهل; Armenian: տգետ, անգրագետ; Asturian: inorante; Azerbaijani: cahil; Bashkir: наҙан; Belarusian: невуцкі, неадукаваны, няграматны, няпісьменны, цёмны; Bulgarian: неграмотен, необразован, неук; Catalan: ignorant; Chinese Mandarin: 無知, 无知; Czech: ignorantský, nevzdělaný, neznalý; Dutch: onwetend, ignorant; Finnish: tietämätön; French: ignorant; Galician: ignorante; German: ignorant; Gothic: 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: αδαής; Ancient Greek: ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄγνωτος, ἀδαήμων, ἀδαής, ἀδηνής, ἀδίδακτος, ἄιδρις, ἄϊδρις, ἀμαθής, ἀνάγωγος, ἀνεπιγνώμων, ἀνεπινόητος, ἀνεπιστάμων, ἀνεπιστήμων, ἀπαίδευτος, ἄπειρος, ἀπείρων, ἀπευθής, νήπιος; Hungarian: tudatlan, tájékozatlan; Indonesian: bebal; Irish: ainbhiosach, aibéiseach; Italian: ignorante; Japanese: 無知; Kazakh: бейхабар; Korean: 무지하다; Kurdish Central Kurdish: نەزان; Northern Kurdish: nezan; Latin: inscitus, ignarus; Macedonian: неук; Malay: jahil; Malayalam: പാമരൻ; Middle English: bestial; Norman: innouothant; Norwegian Bokmål: uvitende; Occitan: ignorant; Old English: unġewiss; Persian: نادان, عامی; Polish: ignorancki; Portuguese: ignorante; Romanian: ignorant; Russian: невежественный, необразованный, неграмотный, тёмный; Scottish Gaelic: ainfhiosach, ainfhiosrach; Slovak: nevzdelaný; Slovene: neveden; Spanish: ignorante, ignaro; Swedish: ovetande, okunnig; Tagalog: bano; Turkish: cahil; Ukrainian: неуцький, неосві́чений, неодукований, неписьменний, неграмотний, темний; Vietnamese: ngu dốt, dốt nát, mù chữ