ἀποσβέννυμι
English (LSJ)
A (ἀποσβεννύω A.D.Pron.36.4, Plu.2.681e), extinguish, quench, τὸ φῶς Trag.Adesp.9; τοὺς λύχνους Ar.V.255; τὸ πῦρ Pl.Hp. Ma.290e, etc.; also ἀ. τὸ κακόν Id.R.556a; τὸ γένος καὶ ὄνομα X.Cyr. 5.4.30; ψυχήν AP7.303 (tm.); ἰόν ib. 11.321 (Phil.); τὰς ὁράσεις Plu. l.c.; Gramm., extinguish, i.e. lose, τὸν τόνον, of enclitics, A.D.Pron. l.c.
II Pass., pres. in Heraclit.30, Hp.Aër.4, X.Lac.13.3, etc.:—Med., fut. ἀποσβήσομαι Pl.Lg.805c: aor. 2 and pf. Act. intr., ἀπέσβην E.Med.1218, X.Cyr.l.c., Call.Fr.1.10 P., Theoc.4.39, etc.; ἀπέσβηκα X.Cyr.8.8.13, Pl.Plt. 269b, etc.: aor. 1 Pass. ἀπεσβέσθην Ar.Lys. 293, Lys.1.14, v.l. in Luc. Cat.27: pf. ἀπέσβεσμαι Parm.8.21, Porph. Abst.3.7:—to be extinguished, go out, vanish, die, cease, ll.cc.; of a woman's milk, Hp.Aër.l.c., Arist.GA777a14; ἀ. ὁ μαστός Id.HA 618b7: metaph., ἔρωτος ἀπές βη πυρσός AP12.182 (Strat.).
Spanish (DGE)
I tr.
1 apagar, extinguir τοὺς λύχνους Ar.V.255, ἐλλύχνιον Hp.Nat.Mul.87, πῦρ Pl.Hp.Ma.290e, τὰς ὄψιας Hp.Loc.Hom.2, cf. D.C.42.43.2, en v. pas. (φάρμακον) διάπυρον οὕτως ὥσθ' ... αὐτὰ κατακαίειν, οὐδ' ἀποσβέννυται ὑπ' οὐθενὸς ὑγροῦ D.C.36.1b.2
•euf. extinguir, matar κῦμα ... ψυχήν (tm.) AP 7.303 (Antip.Sid.).
2 fig. oscurecer, ofuscar ἀπέσβεσε ... ὁ φόβος τὸ νόημα Gorg.B 11.17, τὸ λαμπρὸν φῶς ἀποσβεννὺς γένους E.Fr.683aSn. (= Trag.Adesp.9), τὸ σύμφυτον ... καλόν Plu.2.713e, μνήμην Iren.Lugd.Haer.2.33.1
•de cosas negativas eliminar, anular τὸ ... τοιοῦτον κακόν Pl.R.556a, ἰόν AP 11.321 (Phil.), πένθος Nonn.D.19.90, ὀργάς Ast.Am.Hom.14.2.2.
II intr. en perf. y v. med.-pas.
1 del fuego, luz apagarse, extinguirse πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα Heraclit.B 30, διὰ τί βροντᾷ; διὰ τὸ ἀποσβέννυσθαι τὸ πῦρ ἐν τῷ νέφει Arist.APo.93b9, cf. 10, ὁ λύχνος Pl.Smp.218b, cf. Lys.1.14, Porph.Abst.3.7, de las estrellas fugaces, Musae.B 17, ἀστὴρ ἀπέσβη E.Fr.971
•fig. de la llama del amor ἔρωτος ἀπέσβη πυρσός AP 12.182 (Strat.)
•euf., de pers. extinguirse, morir E.Med.1218, Call.Fr.228.10, Theoc.4.39, Phld.Rh.2.205.26, D.C.69.17.2, Plu.2.167b
•c. ac. de rel. verse privado de, agotado en ἀποσβεσθεὶς ὄψεις del durmiente o el muerto, Heraclit.B 26.
2 de procesos fisiológicos y vitales extinguirse, agotarse τὸ ἔμφυτον θερμόν Hp.Aph.1.14, ὁ γόνος Hp.Aph.5.62, τὸ γάλα Hp.Aër.4, Nat.Mul.93, Arist.GA 777a14, cf. HA 618b7, Antig.Mir.45
•del dolor desaparecer Hp.Epid.2.3.4.
3 de abstr. dejar de existir, desaparecer, desvanecerse γένεσις μὲν ἀπέσβεσται Parm.B 8.21, τὰ μὲν αὐτῶν ἀπέσβηκε una parte de estos (mitos) se ha desvanecido Pl.Plt.269b, cf. Lg.805c, ἀποσβέννυνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι X.Oec.5.17, cf. Cyr.8.8.13, καρτερίαν περιορῶσιν ἀποσβεννυμένην permiten que se extinga el valor X.Cyr.8.8.15, σὺν ἐμοὶ ... πᾶν ἀποσβῆναι τὸ ἡμέτερον γένος καὶ ὄνομα X.Cyr.5.4.30, τὸ ὄνομα τῶν Ῥωμαίων ἐν ἡμῖν ἀποσβῆναι D.C.56.7.5, cf. Numen.12.21.
German (Pape)
[Seite 323] (s. σβέννυμι), auslöschen, vertilgen. λαμπρὸν γένους φῶς Soph. frg. 497; πῦρ Plat. Crit. 120 a; κακόν Rep. VIII, 556 a; φλογός, κρήνης ἀποσβεσθείσης, Tim. 58 c Crit. 112 c. – Med. u. aor. II., perf. act., erlöschen, vergehen, ὁ λύχνος ἀπεσβήκει Plat. Conv. 218 b; vgl. Polit. 269 b; ἀπέσβη πυρσὸς ἔρωτος Strat. 24 (XII, 182); τὸ γένος ἀπέσβη Xen. Cyr. 5. 4, 30; τὸ ἱππικὰ μελετᾶν ἀπέσβηκε 8, 8, 13, ist eingegangen; ἀπέσβας Theocr. 4, 39, Schol. erkl. ἀπέθανες, u. so Sp. öfter; ἀπεσβήκει Δημοσθένης Plut. Dem. 23.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποσβέσω, ao. ἀπέσβεσα;
1 éteindre, acc.;
2 intr. (à l'ao.2 ἀπέσβην, au pf. ἀπέσβηκα, au pqp. ἀπεσβήκειν et au Pass.) s'éteindre, être éteint, fig. s'évanouir, disparaître.
Étymologie: ἀπό, σβέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσβέννῡμι:
1 гасить, тушить (τὸ λαμπρὸν φῶς Soph., Plut.; τὸ πῦρ Plat., Plut.); med.-pass. (с aor. 2 и pf. act.) гаснуть (φλογὸς ἀποσβεσθείσης Plat.);
2 перен. подавлять, устранять (κακόν Plat.);
3 med.-pass. перен. пропадать, исчезать, умирать (τὸ γένος ἀπέσβη Xen.; ἀποσβεσθεὶς διὰ τὴν ἀσθένειαν Plut.); иссякать (κρήνης ἀποσβεσθείσης Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσβέννῡμι: ἢ ἀποσβεννύω: μέλλ. -σβέσω: σβενύω, σβύννω, τὸ φῶς Σοφ. Ἀποσπ. 497· τοὺς λύχνους Ἀριστ. 29. 255· τὸ πῦρ Πλάτ., κτλ.· ὡσαύτως μεταφορ. ἀπ. τὸ κακὸν Πλάτ. Πολ. 556Α· τὸ γένος καὶ ὄνομα, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 30· ψυχὴν Ἀνθ. ΙΙ. 7. 303· ἰόν αὐτόθι 11. 321· τὰς ὁράσεις Πλούτ. 2. 681Ε. ΙΙ. Παθ., ἐνεστ. παρ’ Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Ξεν, Λακ. 13. 3, κτλ. μετὰ μέσ. μέλλ. ἀποσβήσομαι Πλάτ. Νόμ. 805C: ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ. ἀμεταβ., ἀπέσβην Εὐρ. Μήδ. 1218, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 30, κτλ., πρκμ. ἀπέσβηκα αὐτόθι 8. 8, 13, Πλάτ. Πολιτικ. 269Β, κτλ.· ὑπάρχει δὲ καὶ ἀόρ. α΄ παθ. ἀπεσβέσθην Ἀριστοφ. Λυσ. 293, Λυσ. 93. 2, κτλ., πρκμ. ἀπέσβεσται Παρμεν. Ἀποσπ. 75: - σβύννομαι, ἀφανίζομαι, ἐκλείπω, χάνομαι, ἀποθνήσκω, ἐνθ’ ἀνωτ.: ἐπὶ τοῦ γάλακτος γυναικὸς, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 4. 8, 15· ἀπ. ὁ μαστὸς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 30, 3.
Greek Monolingual
αποσβήνω (AM ἀποσβεννύω, Α κ. ἀποσβέννυμι)
1. εξαφανίζομαι
2. σβήνω εντελώς
νεοελλ.
(για χρέη) εξοφλώ
αρχ.
Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως
2. εξαλείφω
II. (-υμαι)
1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ
2. εξασθενώ, εξαντλούμαι
3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω.
Greek Monotonic
ἀποσβέννῡμι: ή -ύω, μέλ. -σβέσω·
I. σβήνω, κατασβήνω, καταπαύω, καταπραΰνω, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
II. Παθ., με Μέσ. μέλ. -σβήσομαι, αμτβ. αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ. ἀπέσβην, ἀπέσβηκα, και Παθ. αόρ. αʹ ἀπεσβέσθην· κατασβήνομαι, αφανίζομαι, παύω να υπάρχω, πεθαίνω, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
I. to put out, extinguish, quench, Ar., Plat., etc.
II. Pass., with fut. mid. aor2 and perf. act. intr., and aor1 pass.— to be extinguished, go out, cease to exist, Eur., Xen.