ἀφαυρός
English (LSJ)
ά, όν, feeble, powerless, ἠΰτε παιδὸς ἀφαυροῦ Il.7.235, cf. Nic.Th.198; dim, Arat.256; almost always Comp. and Sup., σέο πολλὸν ἀφαυρότερος Il.7.457; ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη 12.458; οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν 15.11, cf. Od.20.110, Hes.Op.586, Pi.P.4.272 (Comp.), Theoc.21.49 (Comp.); ἀνδρὸς γηρέντος πολλὸν -ότερος Xenoph.9, etc.; ῥείθρων ἀφαυροτέρην, of a bridge, too weak to resist the stream, Epigr.Gr.1078.6 (Adana): so in Prose, σιτία -ότερα less nutritious, Hp.Mul.1.67; [κενεὼν] -ότατόν ἐστι X.Eq.12.8; Posit., Democr.285, Ti.Locr.102c, Arist.EN1101b2, Hymn.Is. 122. Adv. ἀφαυρῶς AP6.267 (Diotim.): Comp. -ότερον, τροχάει Arat. 227.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [frec. en compar. y sup.]
I 1de pers. y anim. débil παιδὸς ἀφαυροῦ ἠὲ γυναικός Il.7.235, cf. Od.20.110, A.R.2.453, 4.1489, σέο ... ἀφαυρότερος Il.7.457, ἀφαυρότατοι δέ τοι ἄνδρες εἰσίν Hes.Op.586, ἀνδρὸς γηρέντος πολλὸν ἀφαυρότερος Xenoph.B 9, de crías de anim., Nic.Th.198, Opp.H.1.321
•subst. οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν pues no le disparó el más débil de los aqueos, Il.15.11, ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις Pi.P.4.272.
2 de concr. y abstr. débil, flojo, inseguro βέλος ἀ. tiro flojo, Il.12.458, τάχος AP 14.64 (Asclep.), (ὁδόν) ῥείθρων ... ἀφαυροτέρην camino más débil que los torrentes dicho de un puente IGR 3.887.6 (Adana), de la vida humana βιοτή Democr.B 285, cf. Ti.Locr.102c (var.), Apoll.Met.Ps.102.14, gener. ἀφαυρόν τι καὶ μικρὸν ... εἶναι (parece) que es un (influjo) débil y pequeño Arist.EN 1101b2, ἀφαυροτέρη χάρις agradecimiento menor A.R.3.144, cf. Sch.Hes.Th.832, Arc.72.24
•del brillo de los astros débil (Ἕσπερε) τόσσον ἀφαυρότερος μήνας ἔξοχος ἄστρων Bio Fr.11.3, αὐταὶ ἐπισκέψασθαι ἀφαυραί ellas (las Pléyades) se divisan débilmente Arat.256, cf. Man.2.4
•subst. ἀφαυρότατόν ἐστι es el punto más débil (el ijar del caballo), X.Eq.12.8
•neutr. como adv. débil, lentamente οὐδὲν ἀφαυρότερον τροχάει de la estrella Cinosura, Arat.227.
3 de alimentos poco nutritivo, ligero σιτία Hp.Mul.1.67.
II adv. -ῶς débilmente οὐ γὰρ ἀ. ἰθείης ... τάλαντα δίκης AP 6.267 (Diotim.).
• Diccionario Micénico: a-pa-u-ro.
• Etimología: Etim. dud. Se ha propuesto un cruce entre ἀμαυρός y φαῦλος, de significados parecidos.
German (Pape)
[Seite 407] (vgl. παῦρος, φαῦλος), kraftlos, schwach, παῖς Il. 7, 235; φώς Soph. O. C. 1022, wo die codd. ἀμαυρός haben; so Tim. Locr. 102 c; vgl. Arist. Nic. 1, 11, 5; compar., ἀφαυρότερος χεῖράς τε μένος τε Iliad. 7, 457; superl., ἀφαυροτάτη Odyss. 20, 110; Iliad. 15, 11 ἐπεὶ οὔμιν ἀφαυρότατος βάλ' Ἀχαιῶν, Scholl. Aristonic. ὅτι τὸ ἐναντίον ὑπακουστέον, ἀλλ' ἰσχυρότατος· οὐ γὰρ ἐκ πλήρους ἀποδέδωκεν, ὡς ἐπὶ τοῦ »δὸς φίλος, οὐ γάρ μοι δοκέεις ὁ κάκιστος, Ἀχαιῶν ἔμμεναι ἀλλ' ὤριστος (Od. 17. 415)«; eben so wird der comparat. mit μή gebraucht Iliad. 12, 458 ἐρεισάμενος βάλε μέσσας, εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη. Scholl. Aristonic. ὅτι ἐκ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον ἡρμήνευκεν; vgl. Lehrs Aristarch. p. 14 Sengebusch Offener Brief an Rost S. 12 s. – Auch Sp. – Die Alten leiten es von αὕω, ἀφαύω ab.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
frêle, débile;
Cp. ἀφαυρότερος, Sp. ἀφαυρότατος.
Étymologie: ἀφαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφαυρός: (ᾰφ) слабый, бессильный, немощный (παῖς, βέλος Hom.; ἄνδρες Hes., Pind.; καιριώτατος καὶ ἀφαυρότατος Xen.; ἀ. καὶ μικρός Arst.; σίδαροι = ἄγκιστρον Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαυρός: -ά, -όν, ἄνευ σθένους, ἀδύνατος, ἠΰτε παιδὸς ἀφαυροῦ Ἰλ. Η. 235· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς καὶ ἄλλοι ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ σχεδὸν μόνον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ., σέο πολλὸν ἀφαυρότερος αὐτόθι 457· ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη Μ. 458· οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ’ Ἀχαιῶν Ο. 11, πρβλ. Ὀδ. Υ. 11, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 584, Πίνδ., κτλ.· ῥείθρων ἀφαυροτέρην, ἐπὶ γεφύρας μὴ ἀρκούντως ἰσχυρᾶς, ὥστε νὰ ἀντιστῇ εἰς τὴν ὁρμὴν τοῦ ῥεύματος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 6· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἱππ. 22. 8· ἀλλὰ τὸ θετικ. ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 102C. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 5. ‒ Ἐπίρρ. ἀφαυρῶς Ἀνθ. Π. 6. 267. (Πιθ. = φαῦρος, ὅ ἐ. φαῦλος, φλαῦρος μετὰ α εὐφων.· πρβλ. ἀμαυρός).
English (Autenrieth)
-ότερος, -ότατος: insignificant, weakly, Il. 7.235, Od. 20.110.
English (Slater)
ᾰφαυρός feeble pro subs. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις (P. 4.272)
Greek Monolingual
ἀφαυρός, -ά, -όν (Α)
1. ανίσχυρος, αδύνατος, αδύναμος, ασθενικός (συνήθως στον συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό)
2. (για τροφές) λιγότερο, πολύ λίγο θρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι ο σχηματισμός της λ. αφαυρός οφείλεται σε συμφυρμό του αμαυρός και μιας σημασιολογικά συγγενούς λέξεως (πιθ. φαύλος ή φλαύρος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται πιθ. με τα πιφαύσκω, φάος.
Greek Monotonic
ἀφαυρός: -ά, -όν, αδύναμος, ασθενικός, παιδὸς ἀφαυροῦ, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως σε συγκρ. και υπερθ., σε Όμηρ., Ησίοδ.· επίρρ. -ρῶς, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: weak (Il.).
Derivatives: Denom. ἀφαυροῦται (Erot., v.l. ἀμαυροῦται), as explnation of ἀμαλδύνεται.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. These words are often explained as contaminations (s. Frisk), for which there is no reason; it only testifies to our ignorance. Much more probably Fur. 330 compares φαῦρος κοῦφος H., φλαῦρος (with inserted λ?) and φαῦλος. I suggest that ἀμαυρός / μαυρός is also cognate (with μ / labial stop, e.g. λαφύσσω / λαμυρός etc., Fur. 224ff.; note the v.l. of the verb cited above). Note that -αυρος can hardly be IE (-eh₂u-ro-?).
Middle Liddell
[deriv. uncertain].]
feeble, powerless, παιδὸς ἀφαυροῦ Il.; mostly in comp. and Sup., Hom., Hes.:—adv. -ρῶς, Anth.
Frisk Etymology German
ἀφαυρός: {aphaurós}
Meaning: schwach, ohnmächtig, kraftlos (ep. ion. poet. seit Il.).
Derivative: Davon ἀφαυρότης f. (Anaxag.). Denominatives Verb ἀφαυροῦται (Erot., v.l. ἀμαυροῦται) als Erklärung von ἀμαλδύνεται.
Etymology: Unklar. Wahrscheinlich aus ἀμαυρός und einem bedeutungsähnlichen Wort (φαῦλος, φλαῦρος?) kontaminiert. Risch 64 denkt fragend an πιφαύσκω, φάος. Ältere Versuche bei Bq.
Page 1,194