ἐπιδημέω

English (LSJ)

A to be at home, live at home, opp. ἀποδημέω, Th.1.136, Pl.Tht.173e, etc.; παρόντες καὶ ἐπιδημοῦντες Antipho 6.46; ἐ. τρία ἔη And.1.132; ἐ. Ἀθήνησι stay at home at Athens, D.35.16; so ἐν αὐτῇ (sc. τῇ πόλει) ἐ. Pl.Cri.52b; opp. στρατεύομαι, Is.9.3.
2. of diseases, to be prevalent, epidemic, Hp.Prog..25.
II. come home, X.Mem.2.8.1; ἐνθάδε ἐ. Pl.Smp. 172c; εἰ νῦν ἐξ ἀγροῦ ἐνθάδ' ἐπιδημεῖ Men.Georg.19.
III. of foreigners, come to stay in a city, reside in a place, οἱ -οῦντες ἐν Λακεδαίμονι ξένοι X.Mem.1.2.61; ἐ. εἰς Μέγαρα come to Megara to stay there, D.59.37, cf.Aeschin.2.154; ἐκ Κλαζομενῶν Pl.Prm.126b; ἐ. τοῖς μυστηρίοις to be present at, attend them, D.21.176; τοὺς ἐπιδημήσαντας ἅπαντας τῶν Ἑλλήνων all who were present[at the festival], ib. 217; Φοίβου ἐπιδημήσαντος Call.Ap.13: laterc. dat.,ταῖς Σάρδεσιν Philostr. VS1.22.4; also ἐν Μέμφει UPZ42i4 (ii B.C.).
2. abs., stay in a place, be in town, ὅσοι ξένοι ἐπιδημοῦσιν Lys.12.35, cf. Inscr.Prien.108.286 (ii B.C.), Act.Ap.17.21; Πρωταγόρας ἐπιδεδήμηκεν; Pl.Prt. 309d: metaph., ἐ. θίασος Μουσῶν Ar.Th.40.
3. ἐ. τινί visit a person, PLond.2.416.5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 936] in seinem Volke, in der Heimath sein, οὐκ ἔτυχεν ἐπιδημῶν Thuc. 1, 136; τὸ σῶμα μόνον ἐν τῇ πόλει κεῖται αὐτοῦ καὶ ἐπιδημεῖ Plat. Theaet. 173 e; im Gegensatz von οἴχεσθαι πλέων Antiph. 5, 25; von ἀποδημέω Xen. Cyr. 7, 5, 69; οὐκ ἐπιδημοῦντος ἐν Μακεδονίᾳ Φιλίππου, ἀλλ' οὐδ' ἐν τῇ Eλλάδι παρόντος, ἀλλ' ἐν Σκύθαις μακρὰν ἀπόντος Aesch. 3, 128; τοῖς μυστηρίοις ἐπιδημοῦντος ἐπελάβετο, als er sich bei den Mysterien öffentlich zeigte, Dem. 21, 176. – Auch = aus der Fremde nach Hause kommen, ἐκ τῆς ἀποδημίας νῦν ἐπιδημήσας Xen. Mem. 2, 8, 1, wie Dem. 48, 20; πόθεν τὰ νῦν ὑμῖν ἐπιδεδήμηκας Plat. Ion init.; ὅτι πολλῶν ἐτῶν Ἀγάθων ἐνθάδε οὐκ ἐπιδεδήμηκεν Conv. 172 e. – Als Fremder wohin kommen u. sich daselbst aufhalten, ἐπεδήμει Πρόδικος Plat. Prot. 315 c, öfter; ἀφικόμενος προπέρυσιν εἰς τὴν πόλιν, οὔπω δύο μῆνας ἐπιδεδημηκὼς κατελέγην στρατιώτης Lys. 9, 4; auch εἰς Μέγαρα, Dem. 59, 37; πρός τινα, D. L. 9, 28; vgl. Heind. zu Plat. Phaed. 57 a; ἐπιδημῶν ταῖς Ἀθήναις, sich als Fremder in Athen aufhalten, Ath. IV, 138 d; τοὺς ἐπιδημοῦντας ἐν Λακεδαίμονι ξένους Xen. Mem. 1, 2, 61; οἱ ἐν τῷ δείπνῳ ἐπιδημήσαντες, die dabei zugegen waren, Ath. I, 1 c; – τὰ Ἴσθμια ἐπιδημεῖν, die isthmischen Spiele besuchen, Luc. Navig. 20. – Bei Hippocr. u. Medic. von Krankheiten, im Volke allgemein verbreitet sein.

French (Bailly abrégé)

ἐπιδημῶ :
1 résider dans son pays ; être à demeure, être présent;
2 rentrer chez soi au retour d'un voyage;
3 venir ou résider en qualité d'étranger : ἐπ. εἰς πόλιν ESCHN venir dans une cité pour y résider ; ἐν Λακεδαίμονι XÉN résider à Lacédémone ; ἐπ. τὰ Ἴσθμια LUC venir voir les jeux isthmiques.
Étymologie: ἐπί, δῆμος.

English (Strong)

from a compound of ἐπί and δῆμος; to make oneself at home, i.e. (by extension) to reside (in a foreign country): (be) dwelling (which were) there, stranger.

English (Thayer)

ἐπιδήμω; (ἐπίδημος);
1. to be present among one's people, in one's city or in one's native loud (cf. ἐπί D. 1) (Thucydides, Plato, others; opposed to ἀποδήμειν, Xenophon, Cyril 7,5, 69; ἐπιδήμειν ἐν τῷ δέ τῷ βίῳ, Theophilus ad Autol. 2,12 (p. 88, Otto edition)).
2. to be a sojourner, a foreign resident, among any people, in any country: οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι, Xenophon, Plato, Theophrastus, Lucian, Aelian, others).

Greek Monotonic

ἐπιδημέω: μέλ. -ήσω (ἐπίδημος),
I. είμαι στην πατρίδα μου, ζω στην πατρίδα μου, αντίθ. προς το ἀποδημέω, σε Θουκ., Ξεν.
II. επιστρέφω στην πατρίδα από ξένα μέρη, στον ίδ., Αισχίν.
III. λέγεται για ξένους, διαμένω σε ένα μέρος, ἐν τόπῳ, σε Ξεν.· ἐπ. τοῖς μυστηριοις, παρευρίσκομαι σε αυτά, τα παρακολουθώ, σε Δημ.· απόλ., βρίσκομαι στην πόλη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδημέω:
1 жить у себя, пребывать в своей стране (οὐκ ἔτυχεν ἐπιδημῶν Thuc.; ἐν τῇ πόλει κεῖσθαι καὶ ἐ. Plat.): εἰτ᾽ ἐπιδημῶν τυγχάνοι εἴτε καὶ ἀποδημῶν Xen. был ли он в городе, или находился в отъезде;
2 присутствовать (τοῖς μυστηρίοις Dem.);
3 (aor. и pf.) возвратиться домой (δεῦρ᾽ ἐκ Κλαζομενῶν Plat.; ἐκ τῆς ἀποδημίας Xen.);
4 прибывать, приезжать, поселяться (ἐν Λακεδαίμονι Xen.; ἐν Κρήτῃ Arst.; πρός τινα Diog. L.; εἰς Ῥώμην Plut.): ἐ. τὰ Ἴσθμια Luc. посещать Истмийские игры; Πρωταγόρας ἐπιδεδήμηκε; Plat. разве Протагор прибыл?

Middle Liddell

fut. ήσω ἐπίδημος
I. to be at home, live at home, opp. to ἀποδημέω, Thuc., Xen.
II. to come home from foreign parts, Xen., Aeschin.
III. of foreigners, to stay in a place, ἐν τόπῳ Xen.; ἐπ. τοῖς μυστηρίοις to attend them, Dem.:—absol. to be in town, Plat.

Chinese

原文音譯:™pidhmšw 誒披-得姆哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-公眾
字義溯源:視為己家,旅居,客居在外(時的心態),客旅,訪問;由(ἐπί)*=在⋯上)與(δῆμος)=公眾)組成;而 (δῆμος)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 旅居的(1) 徒17:21;
2) 旅居(1) 徒2:10

Lexicon Thucydideum

domi esse, to be at home, 1.136.3.