ὑδάτινος

English (LSJ)

η, ον,
A watery, wet, moist, νότοι Thphr. Vent.57 (nisi leg. ὑδατεινός); ὑδάτινος νάρκισσος that loves the water, IG14.2508 (Nemausus); τὸ ὑδάτινον σῶμα the body which is water, Plot.2.7.2: τὸ ὑδάτινον = an eye-lotion, Gal.17(2).185.
II transparent like water, of thin, gauze-like Milesian garments, καίρωμα Call. Fr.295; ὑ. βράκη Theoc.28.11; [στολή] POxy.265.3 (i A. D.).
III = ὑγρός II.1, pliant, supple, βραχίονες AP9.567 (Antip.). [ῠδᾰτῐνος: but in dactylic (incl. Asclepiadean) verses ; for ὑδατῑνός see ὑδατεινός.]

German (Pape)

[Seite 1172] auch 2 Endgn, 1) wässerig, von Wasser, mit Wasser gemacht, übh. feucht. – 2) durchsichtig, wie Wasser, von dünnen, florartigen milesischen Kleidern, βράκη, Theocr. 28, 11; Andere erkl. es von der Farbe, meerblau. – 3) wie ὑγρός, biegsam, geschmeidig, gelenkig; βραχίονες, Antp. Th. 32 (IX, 567); vgl. Mehlhorn Anacr. 16, 9 p. 81; νάρκισσος, Ep. ad. 705 (App. 120). – [Bei Dichtern findet sich des Verses wegen υ lang gebraucht; bei Matro Ath. 136 c ist ι lang u. daher vielleicht ὑδατείνους zu schreiben.]

French (Bailly abrégé)

η, ον :
I. d'eau :
1 pluvieux;
2 humide, qui aime l'humidité;
3 transparent comme l'eau;
II. souple, flexible.
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδάτῐνος: (ᾰ, ῠ, в Anth. ῡ)
1 растущий у воды, водолюбивый (νάρκισσος Anth.);
2 прозрачный, сквозной, легкий (βράκη Theocr.);
3 гибкий (βραχίονες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδάτῐνος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον· (ὕδωρ)· ― ὁ ἐξ ὕδατος, ὑδαρώδης, ὑγρός, πνεῦμα, χώρα Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, 289 (ἔνθα ὁ Littré διατηρεῖ τὴν τῶν Ἀντιγράφων γραφὴν ὑδάτεινος)· νότοι Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 57 (καὶ διορθωτέον οὕτως ἀντὶ ὑδάτιος, αὐτόθι 7)· νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 6. 1 καὶ 11· ὑδ. νάρκισσος, ὁ τὸ ὕδωρ ἀγαπῶν, Ἀνθ. Π. παράρτ. 120· ― τὸ ὑδάτινον, ὕδωρ τι πρὸς πλύσιν τῶν ὀφθαλμῶν, Γαλην. τ. 9, σ. 496. ΙΙ. διαφανὴς ὡς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ λεπτῶν Μιλησίων ὑφασμάτων ἢ ἐνδυμάτων, καίρωμα Καλλ. Ἀποσπ. 295· ὑδ. βράκη Θεόκρ. 28. 11, ― ἔνθα ἕταιροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον ὑφάσματα ἔχοντα τὸ χρῶμα τῆς θαλάσσης· ἀλλὰ πρβλ. ὑδατόεις ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς τὸ ὑγρὸς ΙΙ, εὔκαμπτος, βραχίονες Ἀνθ. Π. 9. 567, πρβλ. Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 16. 9. [ῠδᾰτῐνος· ἀλλ’ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις, ῡ· καὶ ὁ Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C ἔχει ῡδατῑνος, ὅπερ εὐνοεῖ τὸν τύπον ὑδάτεινος, ἴδε ἀνωτ.].

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑδάτινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» — υδρόχρωμα, νερομπογιά)
2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή «υδάτινα σημεία» — τα υδατογραφήματα)
φρ. α) «υδάτινο οικοσύστημα»
βιολ. οικοσύστημα που αναπτύσσεται σε έναν υδάτινο χώρο, από τον πιο μικρό νερόλακκο μέχρι τον ωκεανό, και του οποίου κύριο χαρακτηριστικό είναι οι μοναδικές φυσικοχημικές και βιολογικές ιδιότητες του νερού
β) «υδάτινο ισοζύγιο» — η ποσοτική απεικόνιση τών υδάτινων εισροών και εκροών ενός συστήματος
γ) «υδάτινοι πόροι» — το σύνολο τών φυσικών υδάτων, ανεξάρτητα από την κατάσταση τους, δηλαδή αέρια, υγρά ή στερεά, τα οποία απαντούν στη Γη ή σε μια δεδομένη περιοχή ή χώρα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο
αρχ.
1. (για λεπτά μιλήσια υφάσματα) ο διαφανής σαν το νερό ή αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, κυανός, γαλάζιος («πολλὰ δ' οἷα γυναῖκες φορέοισ' ὑδάτινα βράκη», Θεόκρ.)
2. μτφ. ευλύγιστος, εύκαμπτος («ὑδάτινοι βραχίονες», Ανθ. Παλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδάτινον
είδος νερού με θεραπευτικές ιδιότητες για τις οφθαλμικές παθήσεις
4. φρ. α) «ὑδάτινος νάρκισσος» — υδροχαρής νάρκισσος
β) «τὸ ὑδάτινον σῶμα» — το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

ὑδάτῐνος: -η, -ον και -ος, -ον (ὕδωρ),
I. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός, ὑδάτινος νάρκισσος, υδρόφιλος, σε Ανθ.
II. όπως το ὑγρός II, ευλύγιστος, εύκαμπτος, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑδάτῐνος, η, ον ὕδωρ
I. of water, watery, ὑδ. νάρκισσος that loves the water, Anth.
II. like ὑγρός II, pliant, supple, Anth.