ἀπαίδευτος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαίδευτος Medium diacritics: ἀπαίδευτος Low diacritics: απαίδευτος Capitals: ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apaídeutos Transliteration B: apaideutos Transliteration C: apaideftos Beta Code: a)pai/deutos

English (LSJ)

ον,

   A uneducated, παιδεύσωμεν τὸν ἀ. E.Cyc.493, cf. Pl.Tht.175d; πιθανώτεροι οἱ ἀ. τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh.1395b27, cf. E.Hipp. 989: c. gen. rei, uninstructed in .., X.Cyr.3.3.55.    2 boorish, rude, Pl.Grg.510b, etc.; ῥῆμα ἀ. Id.Phdr.269b; ἀ. βίος Alex.284; πνεῦμα Philem.213.11; ἀ. μαρτυρία clumsy evidence, Aeschin.1.70; ζητήσεις 2 Ep.Ti.2.23: Comp., Nicoch.3.    II Adv. -τως Pl.R. 559d; ἀ. ἔχειν E.Ion247, Alex.267.4, cf. Philostr.VA6.36; φληναφᾶσθαι Phld.Rh.1.227S.

German (Pape)

[Seite 275] ununterrichtet, ungebildet, καὶ ἄγροικος Plat. Theaet. 174 d; = ἀμαθής, Dem. Lpt. 119 u. Sp. – Adv. ἀπαιδεύτως, z. B. ἔχειν Eur. Ion. 247; Soph. frg. 779; τεθραμμένος Plat. Rep. VIII, 559 d. – Compar., Nicochar. bei Schol. Ar. Plut. 179.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαίδευτος: -ον, ὁ μὴ παιδευθείς, παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον Εὐρ. Κύκλ. 492, Πλάτ. κλ.: πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 989: - μ. γεν. πράγμ., ὁ μὴ παιδευθείς, ὁ μὴ ἀσκηθεὶς εἴς τι, τοὺς δὲ ἀπαιδεύτους παντάπασιν ἀρετῆς Ξεν. Κύρ. 3. 3, 55. 2) ἀμαθής, ἄγροικος, σκαιός, Εὐρ. Κύκλ. 493, Πλάτ. Γοργ. 510Β, Φαῖδρ. 269Β· ἀπαίδ. βίος Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 17· ἀπαίδ. μαρτυρία, χονδροειδεστάτη, Αἰσχίν. 7. 12. ΙΙ. Ἐπιρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 559D· ἀπαιδεύτως ἔχειν Εὐρ. Ἴων. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans instruction ou sans éducation : ἀπαίδευτος τινος XÉN ignorant en qch;
2 grossier, stupide.
Étymologie: ἀ, παιδεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1mal educado, salvaje, grosero de pers., E.Cyc.493, Pl.Tht.175d, Arist.Rh.1395b27, Ph.1.224, LXX Is.26.11, PMasp.353A.23 (VI d.C.)
de cosas basto, grosero ῥῆμα Pl.Phdr.269b, βίος Alex.284
grosero, torpe μαρτυρία Aeschin.1.45
indocto ζητήσεις 2Ep.Ti.223.
2 no dominado ὁργή Trag.Adesp.523, I.AI 19.175.
3 no instruido, desconocedor c. gen. ἀρετῆς X.Cyr.3.3.55, ἀπαίδευτοι καὶ ἀμαθεῖς Plu.2.782e, τὸν ἀμαθῆ καὶ λίαν ἀπαίδευτον Ph.1.218, Ἀφροδίτης Aristaenet.1.4.13.
II adv. -ως sin educación ἔχειν E.Io 247, Alex.267.4, Philostr.VA 6.36, νέος, τεθραμμένος ... ἀ. Pl.R.559d, διδάσκειν Phld.Rh.1.227.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of παιδεύω; uninstructed, i.e. (figuratively) stupid: unlearned.

English (Thayer)

ἀπαίδευτον (παιδεύω), without instruction and discipline, uneducated, ignorant, rude (Winer's Grammar, 96 (92)): ζητήσεις, stupid questions, Euripides) Xenophon down; the Sept.; Josephus.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαίδευτος, -ον)
αμόρφωτος
νεοελλ.
αυτός που δεν πέρασε βάσανα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σε κάτι
2. αδέξιος, άκομψος.