ενθάδε
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
(AM ἐνθάδε)
επίρρ.
1. (για στάση σε τόπο) εδώ, σ' αυτόν τον τόπο (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε», ΚΔ
β. «ενθάδε κείται ο τάδε», επιγρ. τάφων)
2. (για κίνηση) προς αυτό εδώ το μέρος («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ ἐνθάδε», ΚΔ)
αρχ.
1. σ' αυτόν εδώ τον κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τον Άδη («γίγνεται αὐτοῑς ἡ ὠφέλεια καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν Ἅιδου», Πλάτ.)
2. οι κάτοικοι αυτής της χώρας
3. (για καταστάσεις, περιστάσεις) σ' αυτό το σημείο, σε αυτόν τον βαθμό, σ' αυτή την περίσταση
4. (για χρόνο) τώρα, στο παρόν
5. φρ. οἱ ἐνθάδε
οι ζωντανοί (α. «ἐνθάδε λεώς» ή οἱ ἐνθάδε
ο λαός αυτού του τόπου)
β. τά ἐνθάδε
η κατάσταση τών πραγμάτων σε αυτό το σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ένθα + -δε].