ακμάζω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
(Α ἀκμάζω)
1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση
2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ
νεοελλ.
(για πρόσωπα)
βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση της ζωής μου, στην ωριμότητά μου
«ο ποιητής άκμασε στα μέσα του 5ου αιώνα»
αρχ.
1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε άρτια σωματική και πνευματική κατάσταση
2. υπερέχω, εξέχω σε κάτι
3. είμαι αρκετά δυνατός να κάνω κάτι
4. (για καταστάσεις) βρίσκομαι στο ύψιστο σημείο, σε έξαρση
5. (για σιτηρά) είμαι ώριμος, μεστώνω
6. απρόσ. ακμάζει
είναι κατάλληλος καιρός για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκμή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκμαστής, ἀκμαστικός.
ΣΥΝΘ. παρακμάζω, υπερακμάζω
αρχ.
ἀνακμάζω, ἀπακμάζω, ἐνακμάζω, ἐξακμάζω, ἐπακμάζω, προακμάζω, συμπαρακμάζω, συνακμάζω, ὑπακμάζω.