εὐκτικός

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκτικός Medium diacritics: εὐκτικός Low diacritics: ευκτικός Capitals: ΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euktikós Transliteration B: euktikos Transliteration C: efktikos Beta Code: eu)ktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (εὐκτός)

   A expressing a wish, in Gramm., ἐπίρρημα A.D.Synt.248.6, cf. Ph.1.541: -κή, ἡ (with or without ἔγκλισις), the optative mood, A.D.Synt.245.27, D.T.638.7, etc. Adv. -κῶς in the optative, Suid. s.v. ἀγαπῴην.    2 expressing a prayer or vow: -κόν, τό, utterance in the form of a prayer or wish, Stoic.2.61 (pl.); εὐ. ὕμνοι Men.Rh.p.333 S.: so -κά, τά, Procl.Chr.ap.Phot.Bibl.p.320 B.; but, liturgy, Philostr. V A6.40, S.E.M.8.72. Adv. -κῶς in the form of a prayer, Theon Prog.5.

German (Pape)

[Seite 1064] ή, όν, = εὐέκτης, εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen Uebungen des Körpers; ib. 5, 1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν π υκνότητος ἐν τῇ σαρκί wünschend; Sp. bes. ἡ εὐκτική, der Optativ, Gramm., εὐκτικῶς, im Optativ, ibd.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκτικός: -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ μέλη Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Διον. Θρᾷξ 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui exprime un vœu, votif ; t. de gramm. ἡ εὐκτική (ἔγκλισις) l’optatif.
Étymologie: εὔχομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που εκφράζει ευχή, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευχή, ο κατάλληλος για ευχή, ο ευχετικός, ο παρακλητικός (α. «εὐκτικὸ ἐπίρρημα», Απολλ. Δύσκ.
β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η ευκτική (ενν. έγκλιση)
μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, στην οποία οι ρηματικοί τύποι σε ανεξάρτητο λόγο δηλώνουν ευχή («εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε όρκο ή σε δέηση («εὐκτικὰ μέλη ἐγράφετο τοῑς αἰτουμένοις», Πρόκλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκτικόν
α) έκφραση υπό μορφή ευχής ή επιθυμίας
β) η ευκτική έγκλιση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐκτικά
η λειτουργία.
επίρρ...
ευκτικώς (ΑΜ εὐκτικῶς)
1. με τρόπο που εκφράζει ευχή, υπό τύπο ευχής, με δεήσεις, ικετευτικά
2. σε ευκτική έγκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τός, ρημ. επίθ. του εύχομαι. Ευκτική (ενν. έγκλιση), θηλ. του επιθ. ευκτικός].