καταπνέω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπνέω Medium diacritics: καταπνέω Low diacritics: καταπνέω Capitals: ΚΑΤΑΠΝΕΩ
Transliteration A: katapnéō Transliteration B: katapneō Transliteration C: katapneo Beta Code: katapne/w

English (LSJ)

Ep. κατα-πνείω,

   A blow or breathe upon or over, τί τινος, Χώρας (Reisk. for Χώραν) καταπνεῦσαι ἡδυπνόους αὔρας E.Med.839 (lyr.); Ἔρως ἵμερον κ. ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων Ar.Lys.552: with gen. understood, Arist.HA541a29, 594b27: also c. acc., κ. τόπον εὐωδίᾳ fill the place with fragrance, Hld.3.2: c. acc. cogn., ἡδὺ κ. h.Cer. 238:—Pass., σπινθὴρ -πνευσθείς Ph.1.455; -πνευσθέντες ὑπὸ ἀνέμων ψυχρῶν blown upon by... Gal.12.599; στρατόπεδον οὐ -πνεόμενον ἐκ τῆς θαλάσσης App.Pun.99: abs., ὅταν Βορρᾶς -πνεύσῃ Cratin. 207.    2 inspire, θεόθεν καταπνείει πειθὼ . . ξύμφυτος αἰών A.Ag. 105 (s. v.l., lyr.); θεοῦ ὁμόνοιαν, ὀργὴν δικαίαν -πνέοντος, Ael.NA12.2,7: c. acc. pers., θεὸς καταπνεῖ σε E.Rh.387:—Pass., -πνευσθείς Ph.1.411.    3 blow upon, c. dat., τοῖς πρὸς ἄρκτον οἰκοῦσι . . κ. ὁ νότος Arist.Pr.945a36: metaph., μή σοι νέμεσις θεόθεν καταπνεύσῃ Pl. Com.173.14.    II Pass., to be blown up, φλόξ Plu.2.474d.

German (Pape)

[Seite 1371] (s. πνέω), anhauchen, an-, durchwehen; θεόθεν καταπνέει Πειθὼ μολπάν, einhauchen, Aesch. Ag. 105; θεὸς ἥκων καταπνεῖ σε Eur. Rhes. 387, vgl. Med. 839; ἤνπερ Ἔρως ἵμερον ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων καὶ τῶν μηρῶν καταπνεύσῃ Ar. Lys. 552. – Uebh. wehen, ὅταν ἥδι στον οἱ ἐτησίαι καταπνέωσιν Plut. Cic. 47. – Auch pass., στρατόπεδον οὐ καταπνεόμενον ἐκ τῆς θαλάττης App. Pun. 99.

Greek (Liddell-Scott)

καταπνέω: Ἐπικ. -πνείω: μέλλ. -πνεύσομαι. Πνέω ἄνωθεν ἐπί τινος ὑποκάτω ὄντος, τί τινος, χώρας (οὕτως ὁ Reisk. ἀντὶ χώραν) καταπνεῦσαι ἡδυπνόους αὔρας Εὐρ. Μήδ. 839· ἵμερον κ. ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων Ἀριστοφ. Λυσ. 552· οὕτω παρ᾿ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 13., 8. 5, 7, δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν γενικήν τινα ἐκ τῶν συμφραζομένων·― ἀλλ᾿ ἐν Ἡλιοδ. 3. 2, ἔχομεν αἰτ. μετὰ τὸ ῥῆμα, κ. τόπον εὐωδίᾳ, πληρῶ, γεμίζω τὸν τόπον μὲ εὐωδίαν· καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 21, ἐὰν καταπνευσθῇ τοῦ ἄρρενος ἡ πέρδιξ, ἂν σταθῇ ἡ θήλεια ἀπέναντι τοῦ ἄρρενος, ἀφ᾿ οὗ ὁ ἄνεμος πνεῖ· πρβλ., ἂν κατὰ τὸν ἄνεμον στῶσι 5. 5. (διάφ. γραφ. πνεῦμα στῇ)·― ἀπολ., ἡδὺ καταπνείουσα Ὁμηρ. ὕμν. εἰς Δήμ. 239· τοῦ ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Πλουτ. Ἠθ. 139 D. ὅταν ἥδιστον ἐτησίαι καταπνέωσι Πλουτ. Κικ. 47. 2) ἐμπνέω, θεόθεν καταπνείει πειθὼ… μολπὰν Αἰσχύλ. Ἀγ. 105· ὁμόνοιαν, ὁρμήν τινι κ. Αἰλ. π. Ζ. 12. 2 καὶ 7· ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. προσ., θεὸς καταπνεῖ σε Εὐρ. Ρῆσ. 387. 3) φυσῶ ἐπί τινος, ἐπιπνέω, μετὰ δοτ, τοῖς πρὸς ἄρκτον οἰκοῦσι… κ. ὁ νότος Ἀριστ. Πρβλ. 26. 45· μεταφ., μή σοι νέμεσις θεόθεν καταπνεύσῃ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φά.» 1. 14. ΙΙ. Παθ., δυνατὰ φυσῶμαι, ἀναρριπίζομαι, φλόξ καταπνεομένη Πλούτ. 2. 474C· σπινθὴρ ὅταν καταπνευσθεὶς ζωπυρηθῇ ἐξάπτει μεγάλην πυρὰν Φίλων 1. 455· ἀλλ᾿ ἐπὶ τόπων, εἶμαι ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἄνεμον· στρατόπεδον καταπνεόμενον ἐκ τῆς θαλάσσης Ἀππ. Καρχηδ. 99· λειμὼν καταπνεόμενος Πολυδ. Α΄, 240.

French (Bailly abrégé)

f. καταπνεύσω;
I. intr. souffler sur;
II. tr. 1 envoyer un souffle;
2 fig. inspirer : πειθώ ESCHL la persuasion ; ὁμόνοιάν τινι ÉL la concorde à qqn.
Étymologie: κατά, πνέω.

Greek Monolingual

καταπνέω και επικ. τ. καταπνείω (Α)
1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω
2. (για ανέμους) α) φυσώ
β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον
3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.)
4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω
5. παθ. α) (για τόπους) είμαι εκτεθειμένος στον άνεμο
β) αναρριπίζομαι («φλὸξ καταπνεομένη», Πλούτ.)
6. (ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ καταπνεόμενα
τα πνευστά μουσικά όργανα, αλλ. εμπνεόμενα ή εμφυσώμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πνέω «φυσώ»].