Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νήνεμος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήνεμος Medium diacritics: νήνεμος Low diacritics: νήνεμος Capitals: ΝΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: nḗnemos Transliteration B: nēnemos Transliteration C: ninemos Beta Code: nh/nemos

English (LSJ)

ον, (νη-, ἄνεμος)

   A without wind, calm, αἰθήρ Il.8.556, Ar.Th.43 (anap.); γαλάνα A.Ag.740 (lyr.); πέλαγος E.Hel.1456 (lyr.); αἴθρη Ar.Av.778 (lyr.); νηνέμους ἔσχεν αἰθὴρ δρόμους Limen.8; ἐν νηνέμοις in windless places, Thphr. HP1.8.1: Comp., διὰ τὸ -ώτερον εἶναι Arist.Mete.373a24 (s.v.l.).    2 metaph., ν. ἔστησ' ὄχλον E.Hec.533; ν. ἔχειν τὴν ψυχήν Plu.2.589d.

German (Pape)

[Seite 252] ον (νη – ἄνεμος), ohne Wind, windstill; αἰθήρ, Il. 8, 556; πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών, Aesch. Ag. 566; αἴθρη, Ar. Av. 778; Sp.; übh. still, ruhig, φρόνημα μὲν νηνέμου γαλάνας, Aesch. Ag. 720; νήνεμον δ' ἔστησ' ὄχλον, Eur. Hec. 531; übertr., ψυχή, Plut. de genio Socrat. 20.

Greek (Liddell-Scott)

νήνεμος: -ον, (νη-, ἄνεμος) ὁ ἄνευ ἀνέμου, ἤρεμος, ἥσυχος, αἰθὴρ Ἰλ. Θ. 556, Ἀριστοφ. Θεσμ. 43· γαλάνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· πέλαγος Εὐρ. Ἑλ. 1456· αἴθρη Ἀριστοφ. Ὄρν. 778. 2) μεταφορ., ἥσυχος, ἤρεμος, ν. ἔστησ’ ὄχλον Εὐρ. Ἑκ. 533· ν. ἔχειν τὴν ψυχὴν Πλούτ. 2. 589D· - ἐν χρήσει μετὰ τοῦ εἶναι ἀπροσώπως, διὰ τὸ νηνεμώτερον εἶναι Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans vents ; calme, tranquille.
Étymologie: νη-, ἄνεμος.

English (Autenrieth)

(νη-, ἄνεμος): windless, breathless; αἰθήρ, Il. 8.556†.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νήνεμος, -ον)
1. αυτός που δεν ταράζεται από άνεμο, ο χωρίς άνεμο, ο ήρεμος («ὅτε τ' ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. ήσυχος, ατάραχος, γαλήνιος («νήνεμον ἒχειν τὴν ψυχήν», Πλούτ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. νήνεμος
τόπος ὅπου δεν πνέει άνεμος, απάνεμος, απάγκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα ν(η)- + ἄνεμος (πρβλ. αν-ήνεμος, δυσ-ήνεμος)].