νήσος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος)
έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί
νεοελλ.
φρ. «νήσος του Ράιλ»
ανατ. τμήμα του φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την οποία σχηματίζουν ο μετωπιαίος, ο βρεγματικός και ο κροταφικός λοβός
αρχ.
1. αγρός που περιβρέχεται από τον Νείλο
2. ξηρά στην οποία έχουν γίνει προσχώσεις
3. είδος γυναικείου χιτώνα με κράσπεδο, αλλ. περίνησος
4. (με περιληπτ. σημ.) οι κάτοικοι του νησιού
5. μτφ. (για την εκκλησία) τόπος όπου καταφεύγουν οι χριστιανοί
6. φρ. α) «νῆσος Πέλοπος» — η Πελοπόννησος (Σοφ.)
β) «μακάρων νῆσοι» — νησιά στα οποία, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, διέμεναν ευτυχείς οι νεκροί
γ) «νῆσος ποταμοφόρητος» — αγρός που αρδεύεται από τα νερά του Νείλου
7. στον πληθ. αἱ νῆσοι
τα νησιά του Αιγαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το γεγονός ότι οι λέξεις τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών για το νῆσος διαφέρουν πολύ μεταξύ τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται πιθ. για μεσογειακή δάνεια λ., που συνδέεται με το επίσης άγνωστης ετυμολ. λατ. insula «νησί». Η σύνδεση της λ. με το θ. νη- (νῆσος < νη-κιο-ς) του νήχω «κολυμπώ» και τα λατ. na-re «κολυμπώ» και nasus «ακρωτήριο» δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. νῆσος συνδέεται, τέλος, με το κατωιταλ. nasida.
ΠΑΡ. νησί(ον), νησίδιο(ν), νησίς / -ίδα, νησιώτης, νησύδριο(ν)
αρχ.
νησαίος, νησεύομαι, νησιάζω, νησιάς, νησίζω, νησίτης, νησούμαι
νεοελλ.
νησώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νησοποιώ
αρχ.
νησιάρχης, νησίαρχος, νησοβασιλεία, νησοειδής, νησομαχία, νησόπολις, νησοφύλαξ. (Β συνθετικό) αρχ. εύνησος, μικρόνησος, περίνησος, χερ(ρ)όνησος
νεοελλ.
ερημόνησος, μεγαλόνησος, Πελοπόννησος, χερσόνησος.