περίφοιτος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον,
A revolving, ἔργα σελήνης Parm.10.4; of persons, wandering about, Call.Epigr.30.3,39.2, Nonn.D.3.297, al.; ψυχὴ π. καὶ πεπλανωμένη Ph.1.484 ; but f.l. for περίφημον, Id.2.248.
German (Pape)
[Seite 599] umhergehend, -schweifend, vulgivagus, Callim. 1. 19 (XII, 43. XIII, 24).
Greek (Liddell-Scott)
περίφοιτος: -ον, περιστρεφόμενος, ἔργα σελήνης Παρμεν. 130˙ περιπλανώμενος, ἐπὶ χυδαίου ἔρωτος, Λατιν. vulgivagus, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 43., 13. 24. ΙΙ. Παθ., περικυκλούμενος, βασκάνων γνώμαις Φίλων 2. 248.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va et vient tout autour, qui rôde autour ; ou simpl. qui tourne autour;
2 autour de qui l’on rôde.
Étymologie: περί, φοιτάω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιφοιτώ
1. ο περιστρεφόμενος, αυτός που έχει κυκλική κίνηση
2. εκείνος που πάει εδώ κι εκεί, ο άστατος.