παγίδα

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ παγίς, -ίδος)
1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου
2. μτφ. μέσο ή πράξη που με δόλο επιδιώκει την εξαπάτηση κάποιου
νεοελλ.
1. στρ. τέχνασμα που χρησιμοποιούν οι εμπόλεμοι για να εξαπατήσουν και να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους
2. φυσ. θέση στο εσωτερικό ενός στερεού, συνήθως ημιαγωγού, η οποία εμποδίζει την κίνηση τών φορέων του ηλεκτρικού ρεύματος, θέση στην οποία μπορεί να βρίσκεται μία πρόσμιξη ή μία αταξία στη δομή του υλικού
3. φρ. α) «παγίδα ατμού»
τεχνολ. απαραίτητο εξάρτημα σωληνώσεων ατμού, όπου ο υγροποιημένος ατμός απορρίπτεται αυτόματα χωρίς να επιτρέπεται η διαφυγή του σε ξηρή κατάσταση
β) «παγίδα ιόντων»
φυσ. διάταξη η οποία εκτρέπει τα ιόντα που σχηματίζονται στους καθοδικούς παλμογράφους και προστατεύει έτσι τη φθορίζουσα οθόνη από την ταχεία φθορά ή την καταστροφή τους
μσν.
η πλευρά του σκελετού τών ανθρώπων ή τών ζώων, παΐδι
αρχ.
1. η άγκυρα, επειδή συγκρατεί το πλοίο
2. φρ. «δουρατέα παγίς» — ο δούρειος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θρυαλλ-ίς)].