οπάζω

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Greek Monolingual

ὀπάζω (Α)
1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» — δίνει σ' αυτόν δόξα να τον ακολουθεί, Ομ. Ιλ.)
3. δίνω κάτι επί πλέον, προσθέτω («ἔργῳ δ' ἔργον ὄπαζε», Ύμν. Έρμ.)
4. καταδιώκω από κοντά, κυνηγώ («χαλεπὸν δὲ σε γῆρας ὀπάζει», Ομ. Ιλ.)
5. μέσ. ὀπάζομαι
α) προσλαμβάνω κάποιον ως ακόλουθο («κήρυκά τ' ὀπασσάμενος καὶ ἑταῑρον», Ομ. Οδ.)
β) αναγκάζομαι, προκαλούμαι, σχηματίζομαι από κάτιποταμός... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ» — χείμαρρος που προκαλείται από τη βροχή του Διός, Ομ. Ιλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ὀπασθείς
ἐκ τῶν ὀπίσω δεθεὶς καὶ ἐξαγκωνισθείς»
7. (κατά τον Φώτ.) «ὀπάζει
θεωρεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ὀπάζω, ὀπάων, ὀπαδός / ὀπηδός ανάγονται πιθ. σε ένα αμάρτυρο ουσ. ὁπᾱ «ακολουθία, συνέχεια» (το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας sekw «ακολουθώ» του ἕπομαι) με ψίλωση χαρακτηριστική στην επική γλώσσα. Η λ. ὀπάων / ὀπέων < ὀπά-Fων < ὁπᾱ + επίθημα -Fων, όπως δείχνει και το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο oqa-wo-ni (πρβλ. μάχη > Μαχάων, μυκηναϊκό Μakawo).To ρ. ὀπάζω παράγεται από το ουσ. ὁπᾱ πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ὀπάω. Τέλος, η λ. ὀπηδός / ὀπᾱδός, κατά την πιθανότερη άποψη, αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρήματος ὀπᾰζω. Το -- της λ., το οποίο γεννά μορφολογικές δυσχέρειες για την παραγωγή αυτή, οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του τ. ὀπ--ων].