περισκελής

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισκελής Medium diacritics: περισκελής Low diacritics: περισκελής Capitals: ΠΕΡΙΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: periskelḗs Transliteration B: periskelēs Transliteration C: periskelis Beta Code: periskelh/s

English (LSJ)

(A), ές, (σκέλλω)

   A very hard, σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ S.Ant.475.    II metaph., obstinate, stubborn, φρένες Id.Aj. 649 ; ἦθος M.Ant.4.28 ; χαρακτήρ AP9.578 (Leo Phil.) : Comp. -έστερος Simp. in Epict.p.62 D. Adv. Comp. -έστερον, φέρειν to bear more unflinchingly, Men.6.3.    2 of medicines, harsh, irritating, Hp.Ulc.1 ; ἐλλέβοροι σκληροὶ καὶ π. Thphr.HP9.10.4.    3 excessive, violent, καύματα Philoch.171 ; ἀὴρ π. ἐφ' ἑκάτερα excessive in heat or cold, Thphr.CP5.14.9, cf. 2.3.3.    4 hard, difficult, τὸ π. τῆς τοιαύτης γεωγραφίας Str.14.1.9, cf.S.E.M.1.39 ; λοξῶν καὶ π. ὄντων τῶν χρησμῶν Corn.ND32 ; πρᾶγμα φύσει π. Theon Prog.4.
περισκελ-ής(B), ές, (σκέλος)

   A round the leg : hence περισκελῆ, τά, drawers, LXXEx.28.38(42), Ph.2.157 : sg., περισκελὲς λινοῦν LXXLe. 16.4 ; cf. περισκέλια.    II with the legs apart, ἄγαλμα π., such as Daedalus first made, Sch.Pl. Euthphr.11b.

German (Pape)

[Seite 591] ές, um die Schenkel, bis an die Schenkel gehend, τὰ περισκελῆ, Beinkleider, Suid. u. a. Sp., wie Plut. – Bei Ath. XI, 476 e wird κέρας ἔκπ ωμα ἀργυροῦν καὶ περισκελὲς πρόσεστι für ein Untergestell erklärt; vgl. Böckh Staatshaush. II p. 320. ές, ringsum sehr dürr, hart, spröde; τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ' ἂν εἰσίδοις, Soph. Ant. 471; καύματα, Ath., Theophr. – Uebtr. sehr hartnäckig, eigensinnig, φρένες, Soph. Ai. 635, wo Lob. zu vgl.; unbarmherzig, περισκελῶς φέρειν, aegre ferre, Menand.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
1 très sec, dur;
2 fig. sec, dur, endurci, opiniâtre.
Étymologie: περί, σκέλλω.

Greek Monolingual

(I)
-ές, ΜΑ
1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.)
2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.)
3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός, ερεθιστικός («ἑλλέβοροι σκληροὶ καὶ περισκελεῑς», Θεόφρ.)
4. υπερβολικός, υπέρμετρος, ισχυρόςπερισκελὴς ἀὴρ ἐφ' ἑκάτερα» — ισχυρός αέρας και στη θερμότητα και στο ψύχος, Θεόφρ.)
5. δύσκολος, δυσνόητος («περισκελῶν ὄντων τῶν χρησμῶν», Κορνουτ.)
6. (το ουδ. του συγκριτ. ως επίρρ.) περισκελέστερον
με μεγαλύτερη ακαμψία, με μεγαλύτερη επιμονή («ὁ γὰρ μετρίως πράττων περισκελέστερον ἅπαντα τἀνιαρά φέρει», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθ. από το περι- με την επιτατ. σημ. «τελείως, εντελώς» και το ρ. σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω», μέσω ενός αμάρτυρου σκέλος «ξηρότητα, σκληρότητα» (πρβλ. α-σκελής)].———————— (II)
-ές, Α
1. ο γύρω από το σκέλος
2. (για άγαλμα) αυτός που έχει ανοιχτά τα σκέλη («πρῶτος περισκελὲς ἄγαλμα ἐσχημάτισε», Σχολ. Πλάτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ περισκελῆ
η εσωτερική περισκελίδα, το σώβρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].