πλώω

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλώω Medium diacritics: πλώω Low diacritics: πλώω Capitals: ΠΛΩΩ
Transliteration A: plṓō Transliteration B: plōō Transliteration C: ploo Beta Code: plw/w

English (LSJ)

Ion.for πλέω.

German (Pape)

[Seite 639] ep. u. ion. statt πλέω, schiffen, schwimmen; Il. 21, 302 Od. 5, 240 u. öfter; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 348; πλωέμεναι, Luc. Alex. 54; Her. πλώειν, 4, 156. 8, 108; πλωούσας, 8, 10. 22. 42; impf. ἔπλωον, 8, 41; auch aor. ἔπλωσα, 4, 148, int. πλῶσαι, 1, 24, u. partic., 4, 156 (vgl. ἐπιπλώσας Il. 3, 47). Auch Eur. Hel. 539 braucht es u. wird darüber von Ar. Th. 878 (οἷ πεπλώκαμεν) verspottet. Dazu gehört der epische aor. ἔπλων, part. πλώς, πλῶντος, der bei Hom. nur in Zusammensetzungen, wie ἀπέπλω, ἐπέπλως, ἐπιπλώς, παρέπλω vorkommt; als simpl. findet er sich bei sp. D. ἔπλων δ' ὅτ' ἔπλωεν ἐκεῖνος Ep. ad. 185 (VII. 169). S. die compp.

Greek (Liddell-Scott)

πλώω: Ἰων. ἀντὶ πλέω.

French (Bailly abrégé)

épq. et ion. c. πλέω.

English (Autenrieth)

(πλώϝω, parallel form to πλέω), ipf. πλῶον: swim, float.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. πλέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< πλώFω) ανάγεται στην εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας pleu- του ρ. πλέω (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με φωνηεντισμό -ō- χωρίς -F- (πρβλ. αρχ. ισλδ. flōa, γοτθ. flōdus «ποταμός»). Ο αθέματος αόρ. ἔπλων του ρ. (πρβλ. ἔγνων) δεν πρέπει να είναι αρχ. αλλά μτγν. σχηματισμός, παράλληλος προς τον σιγματικό αόρ. ἔπλωσα (για τις σημασιολογικές εξελίξεις της ρίζας βλ. λ. πλέω, πλούτος, πλύνω).
ΠΑΡ. πλώιμος, πλωτήρ(ας), πλωτός
αρχ.
πλω(ϊ)άς, πλώς, πλώσιμος, πλωτίς, πλώτωρ].